προμέτωπος: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(10)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prometopos
|Transliteration C=prometopos
|Beta Code=prome/twpos
|Beta Code=prome/twpos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with prominent forehead</b>, Erot. s.v. [[φοξοί]].</span>
|Definition=προμέτωπον, [[with prominent forehead]], Erot. [[sub verbo|s.v.]] [[φοξοί]].
}}
{{ls
|lstext='''προμέτωπος''': -ον, ὁ ἔχων προεξέχον [[μέτωπον]], Ἐρωτιαν. 384.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[προμέτωπος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το προμέτωπο</i><br />[[κατασκεύασμα]] της παλαιότερης οχυρωτικής για την [[ενίσχυση]] πολυγωνικής χάραξης<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει προεξέχον [[μέτωπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μέτωπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέτωπον]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμέτωπος Medium diacritics: προμέτωπος Low diacritics: προμέτωπος Capitals: ΠΡΟΜΕΤΩΠΟΣ
Transliteration A: prométōpos Transliteration B: prometōpos Transliteration C: prometopos Beta Code: prome/twpos

English (LSJ)

προμέτωπον, with prominent forehead, Erot. s.v. φοξοί.

Greek (Liddell-Scott)

προμέτωπος: -ον, ὁ ἔχων προεξέχον μέτωπον, Ἐρωτιαν. 384.

Greek Monolingual

-η, -ο / προμέτωπος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το προμέτωπο
κατασκεύασμα της παλαιότερης οχυρωτικής για την ενίσχυση πολυγωνικής χάραξης
αρχ.
αυτός που έχει προεξέχον μέτωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -μέτωπος (< μέτωπον)].