prisión: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
(3) |
(CSV import) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[γόργυρα]], [[δεσμός]], [[ | |sltx=[[γόργυρα]], [[δεκανικός]], [[δεσμευτήριον]], [[δεσμοφυλάκειον]], [[δεσμοφυλάκιον]], [[δεσμωτήριον]], [[δεσμός]], [[δικαιωτήριον]], [[δραπεταγώγιον]], [[εἰργμός]], [[εἰρκτή]], [[εἱργμός]], [[εἱρκτή]], [[εἶργμα]], [[κάρκαρον]], [[κάρκαρος]], [[οἴκημα]], [[συγκλειστήριον]], [[σωματοτροφεῖον]], [[τήρησις]], [[τηρητήριον]], [[φρουρά]], [[φρούριον]], [[φυλακή]], [[ἀναγκαῖον]], [[ἀνώγαιον]], [[ἀποκλεισμός]], [[ἀπόκλεισμα]], [[ἐγκλείστρα]], [[ἐγκλειστήριον]], [[ἑρκτή]], [[ὀχύρωμα]], [[ὁρκάνα]], [[ὁρκάνη]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:40, 10 October 2022
Spanish > Greek
γόργυρα, δεκανικός, δεσμευτήριον, δεσμοφυλάκειον, δεσμοφυλάκιον, δεσμωτήριον, δεσμός, δικαιωτήριον, δραπεταγώγιον, εἰργμός, εἰρκτή, εἱργμός, εἱρκτή, εἶργμα, κάρκαρον, κάρκαρος, οἴκημα, συγκλειστήριον, σωματοτροφεῖον, τήρησις, τηρητήριον, φρουρά, φρούριον, φυλακή, ἀναγκαῖον, ἀνώγαιον, ἀποκλεισμός, ἀπόκλεισμα, ἐγκλείστρα, ἐγκλειστήριον, ἑρκτή, ὀχύρωμα, ὁρκάνα, ὁρκάνη