completamente: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(1) |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ | |sltx=[[ἀέρδην]], [[ἀνελλιπῶς]], [[ἀνενδεῶς]], [[ἀπαραλείπτως]], [[ἀπαρτί]], [[ἀπαρτιζόντως]], [[ἀπηρτισμένως]], [[ἀποτελεστικῶς]], [[ἄρδην]], [[ἀρτίως]], [[ἄχρι]], [[διὰ τέλους]], [[διαμπάξ]], [[διανταίως]], [[διέδην]], [[διόλως]], [[εἰς τὸ παντελές]], [[εἰσάπαν]], [[εἰσπάμπαν]], [[ἐκτελῶς]], [[ἐντελέως]], [[ἐντελῶς]], [[ἐπ' ἀκεραίῳ]], [[κατ' ἄκρας]], [[κατ' ἄκρης]], [[κατάκρας]], [[κατάκρης]], [[ὁλικῶς]], [[ὁλοσχερῶς]], [[πάγχυ]], [[πανσυδίᾳ]], [[πανσυδίῃ]], [[πανσυδίην]], [[παντελέως]], [[παντελῶς]], [[πασσυδίᾳ]], [[πασσυδίῃ]], [[πασσυδίην]], [[πασσύριον]], [[περικειμένως]], [[πληρούντως]], [[συντετελεσμένως]], [[τέλειον]], [[τελείως]], [[τελέως]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:41, 24 January 2024
Spanish > Greek
ἀέρδην, ἀνελλιπῶς, ἀνενδεῶς, ἀπαραλείπτως, ἀπαρτί, ἀπαρτιζόντως, ἀπηρτισμένως, ἀποτελεστικῶς, ἄρδην, ἀρτίως, ἄχρι, διὰ τέλους, διαμπάξ, διανταίως, διέδην, διόλως, εἰς τὸ παντελές, εἰσάπαν, εἰσπάμπαν, ἐκτελῶς, ἐντελέως, ἐντελῶς, ἐπ' ἀκεραίῳ, κατ' ἄκρας, κατ' ἄκρης, κατάκρας, κατάκρης, ὁλικῶς, ὁλοσχερῶς, πάγχυ, πανσυδίᾳ, πανσυδίῃ, πανσυδίην, παντελέως, παντελῶς, πασσυδίᾳ, πασσυδίῃ, πασσυδίην, πασσύριον, περικειμένως, πληρούντως, συντετελεσμένως, τέλειον, τελείως, τελέως