σέσελις: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
(11)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=seselis
|Transliteration C=seselis
|Beta Code=se/selis
|Beta Code=se/selis
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hartwort, Tordylium officinale</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>611a18</span>, Plu.2.383e:—also σέσελι, τό, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>23</span>, <span class="bibl">Alex.127.8</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span> 9.15.5</span>; σ. κρητικόν Dsc.3.54; other kinds, <b class="b3">σ. μασσαλιωτικόν</b> <b class="b2">Massilian hartwort, Seseli tortuosum</b>, ib.53; <b class="b3">σ. αἰθιοπικόν</b> <b class="b2">hare's ear, Bupleurum fruticosum</b>, ibid.; <b class="b3">σ. ἐν Πελοποννήσῳ</b> <b class="b2">golden cow-parsnip, Malabaila aurea</b>, ibid.; <b class="b3">σ. Κύπριον</b>,= <b class="b3">κίκι</b>, Id.4.161.</span>
|Definition=-εως, ἡ, [[hartwort]], [[Tordylium officinale]], Arist.HA611a18, Plu.2.383e:—also [[σέσελι]], τό, Hp.Acut.23, Alex.127.8, Thphr.HP 9.15.5; σέσελι κρητικόν Dsc.3.54; other kinds, [[σέσελι μασσαλιωτικόν]] = [[Massilian hartwort]], [[Seseli tortuosum]], ib.53; [[σέσελι αἰθιοπικόν]] = [[hare's ear]], [[Bupleurum fruticosum]], ibid.; [[σέσελι ἐν Πελοποννήσῳ]] = [[golden cow-parsnip]], [[Malabaila aurea]], ibid.; [[σέσελι Κύπριον]] = [[κίκι]], Id.4.161.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0872.png Seite 872]] ein Pflanzengeschlecht, Arist. H. A. 9, 5, sonst [[σίλι]], σιλικύπριον, auch [[κῖκι]] genannt.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />[[plante de l'espèce du ricin]].<br />'''Étymologie:''' DELG mot égyptien.
}}
{{ls
|lstext='''σέσελις''': -εως, ἡ, [[θάμνος]] τις τοῦ [[αὐτοῦ]] εἴδους καὶ κρότων ἢ [[σίλι]] (Tordylium officinale, κατὰ τὸν Littré εἰς Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387), Ἀιστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 5, 1, Διοσκ. 3. 54-56, Πλούτ. 2. 383Ε· - [[ὡσαύτως]] σέσελι, τό, Ἄλεξις ἐν «Λεβ.» 2. 8, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 15, 5. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σέσελι· πόα τις».
}}
{{grml
|mltxt=[[σέσελι]], σεσέλεως, το, ΝΑ, και [[σίλι]], και [[σέσελις]], -έλεως, ἡ, και [[σέσιλις]], -ίλεως, ἡ, Α<br />[[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] απιίδες της τάξης απιώδη, με 60 [[περίπου]] είδη, [[πέντε]] από τα οποία απαντούν αυτοφυή στην [[Ελλάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνειες λ., πιθανότατα αιγυπτιακής προέλευσης (<b>πρβλ.</b> και τον τ. [[σιλλικύπριον]]). Ο [[σχηματισμός]] της λ. [[σέσελι]] θυμίζει τα [[πέπερι]], [[σινάπι]]. Τα λατ. <i>[[seselis]]</i> / <i>[[sil]]</i> [[είναι]] [[επίσης]] δάνειες λ.].
}}
}}

Latest revision as of 09:10, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σέσελις Medium diacritics: σέσελις Low diacritics: σέσελις Capitals: ΣΕΣΕΛΙΣ
Transliteration A: séselis Transliteration B: seselis Transliteration C: seselis Beta Code: se/selis

English (LSJ)

-εως, ἡ, hartwort, Tordylium officinale, Arist.HA611a18, Plu.2.383e:—also σέσελι, τό, Hp.Acut.23, Alex.127.8, Thphr.HP 9.15.5; σέσελι κρητικόν Dsc.3.54; other kinds, σέσελι μασσαλιωτικόν = Massilian hartwort, Seseli tortuosum, ib.53; σέσελι αἰθιοπικόν = hare's ear, Bupleurum fruticosum, ibid.; σέσελι ἐν Πελοποννήσῳ = golden cow-parsnip, Malabaila aurea, ibid.; σέσελι Κύπριον = κίκι, Id.4.161.

German (Pape)

[Seite 872] ein Pflanzengeschlecht, Arist. H. A. 9, 5, sonst σίλι, σιλικύπριον, auch κῖκι genannt.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
plante de l'espèce du ricin.
Étymologie: DELG mot égyptien.

Greek (Liddell-Scott)

σέσελις: -εως, ἡ, θάμνος τις τοῦ αὐτοῦ εἴδους καὶ κρότων ἢ σίλι (Tordylium officinale, κατὰ τὸν Littré εἰς Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387), Ἀιστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 5, 1, Διοσκ. 3. 54-56, Πλούτ. 2. 383Ε· - ὡσαύτως σέσελι, τό, Ἄλεξις ἐν «Λεβ.» 2. 8, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 15, 5. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σέσελι· πόα τις».

Greek Monolingual

σέσελι, σεσέλεως, το, ΝΑ, και σίλι, και σέσελις, -έλεως, ἡ, και σέσιλις, -ίλεως, ἡ, Α
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια απιίδες της τάξης απιώδη, με 60 περίπου είδη, πέντε από τα οποία απαντούν αυτοφυή στην Ελλάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειες λ., πιθανότατα αιγυπτιακής προέλευσης (πρβλ. και τον τ. σιλλικύπριον). Ο σχηματισμός της λ. σέσελι θυμίζει τα πέπερι, σινάπι. Τα λατ. seselis / sil είναι επίσης δάνειες λ.].