Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

irresistible: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(2)
mNo edit summary
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{Woodhouse1
{{Woodhouse1
|Text=[[File:woodhouse_460.jpg|thumb|link={{filepath:woodhouse_460.jpg}}]]'''adj.'''
|Text=[[File:p2.png|right|Woodhouse page for {{PAGENAME}} - Opens in new window|link={{filepath:woodhouse_460.jpg}}]]
Ar. and P. [[ἄμαχος]] (Plat.), P. [[δυσπολέμητος]], [[ἀνυπόστατος]], P. and V. [[δύσμαχος]], V. [[ἀδήριτος]], [[ἀπρόσμαχος]], [[δυσπάλαιστος]].
===adjective===
<b class="b2">Not to be avoided</b>: P. and V. [[ἄφυκτος]].
 
<b class="b2">Impossible to deal with</b>: P. and V. [[ἄπορος]], [[ἀμήχανος]] (rare P.).
[[Aristophanes|Ar.]] and [[prose|P.]] [[ἄμαχος]] ([[Plato]]), [[prose|P.]] [[δυσπολέμητος]], [[ἀνυπόστατος]], [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[δύσμαχος]], [[verse|V.]] [[ἀδήριτος]], [[ἀπρόσμαχος]], [[δυσπάλαιστος]].
 
[[not to be avoided]]: [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[ἄφυκτος]].
 
[[impossible to deal with]]: [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[ἄπορος]], [[ἀμήχανος]] (rare [[prose|P.]]).
}}
}}
{{esel
{{esel
|sltx=[[ἀδήριτος]], [[ἀνανταγώνιστος]], [[ἀπρόσοιστος]], [[δυσκαρτέρητος]], [[ἀκατάπαυστος]], [[ἄσχετος]], [[ἀπαραίτητος]], [[ἄμαχος]], [[ἀνύποιστος]], [[ἀπροσάντητος]], [[ἀκατακράτητος]], [[δυσυπόστατος]], [[ἀμάχετος]], [[ἀπροσμάχητος]], [[ἀπρόσμαχος]], [[δυσπαλής]], [[ἀμάχητος]], [[ἀνυπόστατος]], [[δεινός]], [[ἀβιαστικός]], [[ἄαπτος]], [[ἀμαιμάκετος]]
|sltx=[[ἄαπτος]], [[ἀβιαστικός]], [[ἀβίαστος]], [[ἀδήριτος]], [[ἄητος]], [[ἀκατακράτητος]], [[ἀκατάπαυστος]], [[ἀμαιμάκετος]], [[ἀμάχανος]], [[ἀμάχετος]], [[ἀμάχητος]], [[ἄμαχος]], [[ἀμήχανος]], [[ἀνανταγώνιστος]], [[ἀνύποιστος]], [[ἀνυπόστατος]], [[ἀπαραίτητος]], [[ἀπροσάντητος]], [[ἀπροσμάχητος]], [[ἀπρόσμαχος]], [[ἀπρόσοιστος]], [[ἄσχετος]], [[ἀφόρητος]], [[δεινός]], [[δυσκαρτέρητος]], [[δυσπαλής]], [[δυσυπόστατος]], [[φορητός]]
}}
{{trml
|trtx=Asturian: irresistible; Bulgarian: неотразим, неудържим; Catalan: irresistible; Chinese Mandarin: 不可抗拒; Czech: neodolatelný; Dutch: [[onweerstaanbaar]]; Finnish: vastustamaton; French: [[irrésistible]]; Galician: irresistible, irresistíbel; German: [[unwiderstehlich]]; Greek: [[ακαταμάχητος]]; Ancient Greek: [[ἄαπτος]], [[ἀβιαστικός]], [[ἀβίαστος]], [[ἀδήριτος]], [[ἄητος]], [[ἀκατακράτητος]], [[ἀκατάπαυστος]], [[ἀμαιμάκετος]], [[ἀμάχανος]], [[ἀμάχετος]], [[ἀμάχητος]], [[ἄμαχος]], [[ἀμήχανος]], [[ἀνανταγώνιστος]], [[ἀνύποιστος]], [[ἀνυπόστατος]], [[ἀπαραίτητος]], [[ἀπροσάντητος]], [[ἀπροσμάχητος]], [[ἀπρόσμαχος]], [[ἀπρόσοιστος]], [[ἄσχετος]], [[ἀφόρητος]], [[δεινός]], [[δυσκαρτέρητος]], [[δυσπαλής]], [[δυσυπόστατος]], [[φορητός]]; Hungarian: ellenállhatatlan; Italian: [[irresistibile]]; Japanese: 逆らえない, 抗えない; Manx: neuhassooagh-noi; Maori: mōtohe; Norwegian Bokmål: uimotståelig; Nynorsk: uimotståeleg; Polish: nieodparty; Portuguese: [[irresistível]]; Romanian: irezistibil; Russian: [[неотразимый]]; Spanish: [[irresistible]]; Swedish: oemotståndlig
}}
}}

Latest revision as of 08:27, 7 November 2023

English > Greek (Woodhouse)

Woodhouse page for irresistible - Opens in new window

adjective

Ar. and P. ἄμαχος (Plato), P. δυσπολέμητος, ἀνυπόστατος, P. and V. δύσμαχος, V. ἀδήριτος, ἀπρόσμαχος, δυσπάλαιστος.

not to be avoided: P. and V. ἄφυκτος.

impossible to deal with: P. and V. ἄπορος, ἀμήχανος (rare P.).

Spanish > Greek

ἄαπτος, ἀβιαστικός, ἀβίαστος, ἀδήριτος, ἄητος, ἀκατακράτητος, ἀκατάπαυστος, ἀμαιμάκετος, ἀμάχανος, ἀμάχετος, ἀμάχητος, ἄμαχος, ἀμήχανος, ἀνανταγώνιστος, ἀνύποιστος, ἀνυπόστατος, ἀπαραίτητος, ἀπροσάντητος, ἀπροσμάχητος, ἀπρόσμαχος, ἀπρόσοιστος, ἄσχετος, ἀφόρητος, δεινός, δυσκαρτέρητος, δυσπαλής, δυσυπόστατος, φορητός