irresistible: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(2)
mNo edit summary
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{Woodhouse1
{{Woodhouse1
|Text=[[File:woodhouse_460.jpg|thumb|link={{filepath:woodhouse_460.jpg}}]]'''adj.'''
|Text=[[File:p2.png|right|Woodhouse page for {{PAGENAME}} - Opens in new window|link={{filepath:woodhouse_460.jpg}}]]
Ar. and P. [[ἄμαχος]] (Plat.), P. [[δυσπολέμητος]], [[ἀνυπόστατος]], P. and V. [[δύσμαχος]], V. [[ἀδήριτος]], [[ἀπρόσμαχος]], [[δυσπάλαιστος]].
===adjective===
<b class="b2">Not to be avoided</b>: P. and V. [[ἄφυκτος]].
 
<b class="b2">Impossible to deal with</b>: P. and V. [[ἄπορος]], [[ἀμήχανος]] (rare P.).
[[Aristophanes|Ar.]] and [[prose|P.]] [[ἄμαχος]] ([[Plato]]), [[prose|P.]] [[δυσπολέμητος]], [[ἀνυπόστατος]], [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[δύσμαχος]], [[verse|V.]] [[ἀδήριτος]], [[ἀπρόσμαχος]], [[δυσπάλαιστος]].
 
[[not to be avoided]]: [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[ἄφυκτος]].
 
[[impossible to deal with]]: [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[ἄπορος]], [[ἀμήχανος]] (rare [[prose|P.]]).
}}
}}
{{esel
{{esel
|sltx=[[ἀδήριτος]], [[ἀνανταγώνιστος]], [[ἀπρόσοιστος]], [[δυσκαρτέρητος]], [[ἀκατάπαυστος]], [[ἄσχετος]], [[ἀπαραίτητος]], [[ἄμαχος]], [[ἀνύποιστος]], [[ἀπροσάντητος]], [[ἀκατακράτητος]], [[δυσυπόστατος]], [[ἀμάχετος]], [[ἀπροσμάχητος]], [[ἀπρόσμαχος]], [[δυσπαλής]], [[ἀμάχητος]], [[ἀνυπόστατος]], [[δεινός]], [[ἀβιαστικός]], [[ἄαπτος]], [[ἀμαιμάκετος]]
|sltx=[[ἄαπτος]], [[ἀβιαστικός]], [[ἀβίαστος]], [[ἀδήριτος]], [[ἄητος]], [[ἀκατακράτητος]], [[ἀκατάπαυστος]], [[ἀμαιμάκετος]], [[ἀμάχανος]], [[ἀμάχετος]], [[ἀμάχητος]], [[ἄμαχος]], [[ἀμήχανος]], [[ἀνανταγώνιστος]], [[ἀνύποιστος]], [[ἀνυπόστατος]], [[ἀπαραίτητος]], [[ἀπροσάντητος]], [[ἀπροσμάχητος]], [[ἀπρόσμαχος]], [[ἀπρόσοιστος]], [[ἄσχετος]], [[ἀφόρητος]], [[δεινός]], [[δυσκαρτέρητος]], [[δυσπαλής]], [[δυσυπόστατος]], [[φορητός]]
}}
{{trml
|trtx=Asturian: irresistible; Bulgarian: неотразим, неудържим; Catalan: irresistible; Chinese Mandarin: 不可抗拒; Czech: neodolatelný; Dutch: [[onweerstaanbaar]]; Finnish: vastustamaton; French: [[irrésistible]]; Galician: irresistible, irresistíbel; German: [[unwiderstehlich]]; Greek: [[ακαταμάχητος]]; Ancient Greek: [[ἄαπτος]], [[ἀβιαστικός]], [[ἀβίαστος]], [[ἀδήριτος]], [[ἄητος]], [[ἀκατακράτητος]], [[ἀκατάπαυστος]], [[ἀμαιμάκετος]], [[ἀμάχανος]], [[ἀμάχετος]], [[ἀμάχητος]], [[ἄμαχος]], [[ἀμήχανος]], [[ἀνανταγώνιστος]], [[ἀνύποιστος]], [[ἀνυπόστατος]], [[ἀπαραίτητος]], [[ἀπροσάντητος]], [[ἀπροσμάχητος]], [[ἀπρόσμαχος]], [[ἀπρόσοιστος]], [[ἄσχετος]], [[ἀφόρητος]], [[δεινός]], [[δυσκαρτέρητος]], [[δυσπαλής]], [[δυσυπόστατος]], [[φορητός]]; Hungarian: ellenállhatatlan; Italian: [[irresistibile]]; Japanese: 逆らえない, 抗えない; Manx: neuhassooagh-noi; Maori: mōtohe; Norwegian Bokmål: uimotståelig; Nynorsk: uimotståeleg; Polish: nieodparty; Portuguese: [[irresistível]]; Romanian: irezistibil; Russian: [[неотразимый]]; Spanish: [[irresistible]]; Swedish: oemotståndlig
}}
}}

Latest revision as of 08:27, 7 November 2023

English > Greek (Woodhouse)

Woodhouse page for irresistible - Opens in new window

adjective

Ar. and P. ἄμαχος (Plato), P. δυσπολέμητος, ἀνυπόστατος, P. and V. δύσμαχος, V. ἀδήριτος, ἀπρόσμαχος, δυσπάλαιστος.

not to be avoided: P. and V. ἄφυκτος.

impossible to deal with: P. and V. ἄπορος, ἀμήχανος (rare P.).

Spanish > Greek

ἄαπτος, ἀβιαστικός, ἀβίαστος, ἀδήριτος, ἄητος, ἀκατακράτητος, ἀκατάπαυστος, ἀμαιμάκετος, ἀμάχανος, ἀμάχετος, ἀμάχητος, ἄμαχος, ἀμήχανος, ἀνανταγώνιστος, ἀνύποιστος, ἀνυπόστατος, ἀπαραίτητος, ἀπροσάντητος, ἀπροσμάχητος, ἀπρόσμαχος, ἀπρόσοιστος, ἄσχετος, ἀφόρητος, δεινός, δυσκαρτέρητος, δυσπαλής, δυσυπόστατος, φορητός