σιρομάστης: Difference between revisions
Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐστι σῴζειν οἰκίαν → Salvam domum praestare matrona est probae → Die brave Frau erhält, wie's ihre Pflicht, das Haus
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=siromastis | |Transliteration C=siromastis | ||
|Beta Code=siroma/sths | |Beta Code=siroma/sths | ||
|Definition= | |Definition=σιρομάστου, ὁ, prop.<br><span class="bld">A</span> [[pit-searcher]], i.e. a [[probe]] or [[gauge]], with which tax-gatherers searched corn-pits and magazines, used in war to try whether there were pits in the ground, Ph.''Bel.''100.5, cf. Ph. 1.135.<br><span class="bld">II</span> [[barbed lance]] of the same shape, [[LXX]] ''3 Ki.''18.28, al., J. ''AJ''7.2.2.<br><span class="bld">2</span> [[use]] of the ς. 11.1, Steph.''in Hp.''2.255 D. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0884.png Seite 884]] ὁ, eigtl. Grubenprüfer, Grubensucher, ein Werkzeug, mit dem die Zöllner Getreidegruben und Magazine durchsuchten, wie noch jetzt die Zollvisitatoren brauchen; im Kriege untersuchte man den Boden damit, ob etwa verdeckte Gruben vorhanden waren, Mathem. vett. – Bei Ios. eine Lanze mit einem Widerhaken. – Es wird auch [[σειρομάστης]] geschrieben. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σιρομάστης''': -ου, ὁ, [[κυρίως]] ὁ ἐρευνῶν βόθρους, δηλ. [[εἶδος]] ἐργαλείου, δι’ οὗ οἱ τελῶναι καὶ εἰσπράκτορες φόρων ἐξήταζον ἀποθήκας σίτου· ἐχρησίμευε δὲ καὶ ἐν πολέμῳ εἰς ἐξέτασιν τοῦ ἐδάφους [[μήπως]] ὑπάρχουσιν ὑπόνομοι καὶ βόθροι, Ἀρχ. Μαθ. ΙΙ. [[λόγχη]] μετ’ ἀκίδων πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] ἐστραμμένων, ἔχουσα τὸ [[σχῆμα]] τοῦ μνημονευθέντος ἐργαλείου. Ἑβδ. (Γ. Βασιλ. ΙΗ΄, 28, κτλ.), Φίλων 1. 135, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 7. 2, 2. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 427. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και σειρομάοτης, ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[εργαλείο]] που χρησιμοποιούσαν οι τελώνες και οι εισπράκτορες φόρων, όταν ερευνούσαν αποθήκες σταριού, ή σε καιρό πολέμου οι στρατιώτες για να διαπιστώσουν [[μήπως]] υπάρχουν υπόνομοι<br /><b>2.</b> [[λόγχη]] με ακίδες στραμμένες [[προς]] τα [[πίσω]]<br /><b>3.</b> η [[χρησιμοποίηση]] του εργαλείου [[αυτού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σιρός]] / [[σειρός]] «[[αποθήκη]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>μάστης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαίομαι]] «[[ψάχνω]], [[επιζητώ]]»)]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:28, 25 August 2023
English (LSJ)
σιρομάστου, ὁ, prop.
A pit-searcher, i.e. a probe or gauge, with which tax-gatherers searched corn-pits and magazines, used in war to try whether there were pits in the ground, Ph.Bel.100.5, cf. Ph. 1.135.
II barbed lance of the same shape, LXX 3 Ki.18.28, al., J. AJ7.2.2.
2 use of the ς. 11.1, Steph.in Hp.2.255 D.
German (Pape)
[Seite 884] ὁ, eigtl. Grubenprüfer, Grubensucher, ein Werkzeug, mit dem die Zöllner Getreidegruben und Magazine durchsuchten, wie noch jetzt die Zollvisitatoren brauchen; im Kriege untersuchte man den Boden damit, ob etwa verdeckte Gruben vorhanden waren, Mathem. vett. – Bei Ios. eine Lanze mit einem Widerhaken. – Es wird auch σειρομάστης geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
σιρομάστης: -ου, ὁ, κυρίως ὁ ἐρευνῶν βόθρους, δηλ. εἶδος ἐργαλείου, δι’ οὗ οἱ τελῶναι καὶ εἰσπράκτορες φόρων ἐξήταζον ἀποθήκας σίτου· ἐχρησίμευε δὲ καὶ ἐν πολέμῳ εἰς ἐξέτασιν τοῦ ἐδάφους μήπως ὑπάρχουσιν ὑπόνομοι καὶ βόθροι, Ἀρχ. Μαθ. ΙΙ. λόγχη μετ’ ἀκίδων πρὸς τὰ ὀπίσω ἐστραμμένων, ἔχουσα τὸ σχῆμα τοῦ μνημονευθέντος ἐργαλείου. Ἑβδ. (Γ. Βασιλ. ΙΗ΄, 28, κτλ.), Φίλων 1. 135, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 7. 2, 2. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 427.
Greek Monolingual
και σειρομάοτης, ὁ, Α
1. εργαλείο που χρησιμοποιούσαν οι τελώνες και οι εισπράκτορες φόρων, όταν ερευνούσαν αποθήκες σταριού, ή σε καιρό πολέμου οι στρατιώτες για να διαπιστώσουν μήπως υπάρχουν υπόνομοι
2. λόγχη με ακίδες στραμμένες προς τα πίσω
3. η χρησιμοποίηση του εργαλείου αυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιρός / σειρός «αποθήκη» + -μάστης (< μαίομαι «ψάχνω, επιζητώ»)].