tranquilo: Difference between revisions
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
(3) |
(CSV import) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ | |sltx=[[βοΐδης]], [[βραδύς]], [[γαλήνιος]], [[γαληνής]], [[γαληνιαῖος]], [[γαληνιώδης]], [[γαληνός]], [[γαληνώδης]], [[δύσθυμος]], [[εἰρηναῖος]], [[εἰρηνικός]], [[ἀθόρυβος]], [[ἀκήνιος]], [[ἀκαλός]], [[ἀκύμων]], [[ἀμέριμνος]], [[ἀνακηδής]], [[ἀπαρενόχλητος]], [[ἀπερικτύπητος]], [[ἀπερισάλπιγκτος]], [[ἀπράγμων]], [[ἀτάρακτος]], [[ἀτάραχος]], [[ἀτρεμής]], [[ἀτρεμαῖος]], [[ἀτύρβαστος]], [[ἀόχλητος]], [[ἄζαλος]], [[ἄκυμος]], [[ἄσαλος]], [[ἄτρεστος]], [[ἄτρομος]], [[ἐθελήμων]], [[ἐθελημός]], [[ἐνηής]], [[ἑκήλιος]], [[ἕκηλος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:40, 10 October 2022
Spanish > Greek
βοΐδης, βραδύς, γαλήνιος, γαληνής, γαληνιαῖος, γαληνιώδης, γαληνός, γαληνώδης, δύσθυμος, εἰρηναῖος, εἰρηνικός, ἀθόρυβος, ἀκήνιος, ἀκαλός, ἀκύμων, ἀμέριμνος, ἀνακηδής, ἀπαρενόχλητος, ἀπερικτύπητος, ἀπερισάλπιγκτος, ἀπράγμων, ἀτάρακτος, ἀτάραχος, ἀτρεμής, ἀτρεμαῖος, ἀτύρβαστος, ἀόχλητος, ἄζαλος, ἄκυμος, ἄσαλος, ἄτρεστος, ἄτρομος, ἐθελήμων, ἐθελημός, ἐνηής, ἑκήλιος, ἕκηλος