στόμωσις: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
(11) |
|||
(22 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stomosis | |Transliteration C=stomosis | ||
|Beta Code=sto/mwsis | |Beta Code=sto/mwsis | ||
|Definition=εως, ἡ, < | |Definition=-εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[hardening of iron]], [[making it into steel]], PCair.Zen.782 (a).54 (iii B.C.), ''Supp.Epigr.''4.447.42 (Didyma, ii B.C.); πελέκεως Plu.2.156b; δεῖσθαι στομώσεως Muson.''Fr.''18Ap.97H.; ὁ σίδηρος δέχεται τὴν στόμωσιν Plu.2.73c; metaph., <b class="b3">στόμα πολλὴν ἔχον στόμωσιν</b> a mouth that hath much [[hardness of tongue]], [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''795; of the formation of the soul, καθάπερ στομώσει τῇ περιψύξει τοῦ πνεύματος μεταβαλόντος Chrysipp.Stoic.2.222; [[strengthening]], Dam.''Pr.''414.<br><span class="bld">2</span> [[surgical opening]], <b class="b3">τοῦ ἀποστήματος, τοῦ σπλάγχνου</b>, Heliod. ap. Orib.44.10.4, 13.4. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0948.png Seite 948]] εως, ἡ, das Spitzen, Schärfen, Stählen; Plut. discr. am. et ad. 50; Muson. bei Stob. fl. 17, 43 g. E. – Übertr., [[στόμα]] πολλὴν ἔχον στόμωσιν, Soph. O. C. 799, der viele Redekraft hat; vgl. Schol. Ar. Nubb. 1092. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de tremper le fer, trempe ; <i>fig.</i> [[στόμα]] πολλὴν [[ἔχον]] στόμωσιν SOPH langue bien affilée.<br />'''Étymologie:''' [[στομόω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=στόμωσις -εως, ἡ [στομόω] het harden (van ijzer); overdr.: στόμα πολλὴν ἔχον στόμωσιν een mond met een ijzerscherpe tong Soph. OC 795. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στόμωσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[закалка]] (πελέκεως Plut.): δέχεσθαι τὴν στόμωσιν Plut. приобретать закалку;<br /><b class="num">2</b> [[заостренность]], [[острота]]: [[στόμα]] πολλὴν ἔχον στόμωσιν Soph. сильно изощренный язык. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''στόμωσις:''' -εως, ἡ, [[σκλήρυνση]] σιδήρου, ώστε με το [[ακόνισμα]] να αποκτήσει αιχμηρή [[κόψη]], [[μεταβολή]] του σιδήρου σε χάλυβα· μεταφ., <i>πολλὴν στόμωσιν ἔχειν</i>, έχω κοφτερή [[γλώσσα]], σε Σοφ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''στόμωσις''': -εως, ἡ, ([[στομόω]]) ἡ σκλήρυνσις τοῦ σιδήρου [[ὥστε]] νὰ δύνηται νὰ ἀκονηθῇ, ἡ μεταβολὴ τοῦ σιδήρου εἰς χάλυβα, πελέκεως Πλούτ. 2. 156Β· δεῖσθαι στομώσεως Μουσῶν. παρὰ Στοβ. 160. 55· δέχεσθαι τὴν στόμωσιν Πλούτ. 2. 73C, κτλ.· - μεταφορ., [[στόμα]] πολλὴν στόμωσιν ἔχον, πολλὴν ὀξύτητα γλώσσης, Σοφ. Ο. Κ. 795· πρβλ. ὀξῦναι [[στόμα]] ἐν Τρ. 1176, καὶ ἴδε [[ἀναστομόω]]. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[στόμωσις]], εως, [[στομόω]]<br />a furnishing with a [[sharp]] [[edge]]: metaph., πολλὴν στόμωσιν ἔχειν to [[have]] a [[sharp]] [[edge]], Soph. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:48, 20 October 2024
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A hardening of iron, making it into steel, PCair.Zen.782 (a).54 (iii B.C.), Supp.Epigr.4.447.42 (Didyma, ii B.C.); πελέκεως Plu.2.156b; δεῖσθαι στομώσεως Muson.Fr.18Ap.97H.; ὁ σίδηρος δέχεται τὴν στόμωσιν Plu.2.73c; metaph., στόμα πολλὴν ἔχον στόμωσιν a mouth that hath much hardness of tongue, S.OC795; of the formation of the soul, καθάπερ στομώσει τῇ περιψύξει τοῦ πνεύματος μεταβαλόντος Chrysipp.Stoic.2.222; strengthening, Dam.Pr.414.
2 surgical opening, τοῦ ἀποστήματος, τοῦ σπλάγχνου, Heliod. ap. Orib.44.10.4, 13.4.
German (Pape)
[Seite 948] εως, ἡ, das Spitzen, Schärfen, Stählen; Plut. discr. am. et ad. 50; Muson. bei Stob. fl. 17, 43 g. E. – Übertr., στόμα πολλὴν ἔχον στόμωσιν, Soph. O. C. 799, der viele Redekraft hat; vgl. Schol. Ar. Nubb. 1092.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de tremper le fer, trempe ; fig. στόμα πολλὴν ἔχον στόμωσιν SOPH langue bien affilée.
Étymologie: στομόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στόμωσις -εως, ἡ [στομόω] het harden (van ijzer); overdr.: στόμα πολλὴν ἔχον στόμωσιν een mond met een ijzerscherpe tong Soph. OC 795.
Russian (Dvoretsky)
στόμωσις: εως ἡ
1 закалка (πελέκεως Plut.): δέχεσθαι τὴν στόμωσιν Plut. приобретать закалку;
2 заостренность, острота: στόμα πολλὴν ἔχον στόμωσιν Soph. сильно изощренный язык.
Greek Monotonic
στόμωσις: -εως, ἡ, σκλήρυνση σιδήρου, ώστε με το ακόνισμα να αποκτήσει αιχμηρή κόψη, μεταβολή του σιδήρου σε χάλυβα· μεταφ., πολλὴν στόμωσιν ἔχειν, έχω κοφτερή γλώσσα, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
στόμωσις: -εως, ἡ, (στομόω) ἡ σκλήρυνσις τοῦ σιδήρου ὥστε νὰ δύνηται νὰ ἀκονηθῇ, ἡ μεταβολὴ τοῦ σιδήρου εἰς χάλυβα, πελέκεως Πλούτ. 2. 156Β· δεῖσθαι στομώσεως Μουσῶν. παρὰ Στοβ. 160. 55· δέχεσθαι τὴν στόμωσιν Πλούτ. 2. 73C, κτλ.· - μεταφορ., στόμα πολλὴν στόμωσιν ἔχον, πολλὴν ὀξύτητα γλώσσης, Σοφ. Ο. Κ. 795· πρβλ. ὀξῦναι στόμα ἐν Τρ. 1176, καὶ ἴδε ἀναστομόω.
Middle Liddell
στόμωσις, εως, στομόω
a furnishing with a sharp edge: metaph., πολλὴν στόμωσιν ἔχειν to have a sharp edge, Soph.