στρατήγημα: Difference between revisions
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stratigima | |Transliteration C=stratigima | ||
|Beta Code=strath/ghma | |Beta Code=strath/ghma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[act of a general]], esp. [[piece of generalship]], [[stratagem]], [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''3.5.22 (pl.), Isoc. 12.78, Plb.3.18.9, Onos.''Praef.''7, etc.:—[[στρατηγήματα]] was the title of works by Polyaenus and Frontinus; cf. also ''BMus.Inscr.'' 1020 (Smyrna, i A.D.).<br><span class="bld">2</span> [[trick]], [[device]], Cic.''Att.''5.2.2, Plu.2.755d; <b class="b3">σ. τῶν λόγων</b> [[trick]] of speech, D.H.''Rh.''9.8. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0951.png Seite 951]] τό, eine Feldherrnthat, besonders eine schlaue, dah. die Kriegslist, Xen. Mem. 3, 5, 22; Pol. 8, 78, 1 u. öfter, u. Sp., wie Luc. Dem. enc. 35. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />manœuvre de guerre, <i>particul.</i> [[stratagème]], [[ruse de guerre]].<br />'''Étymologie:''' [[στρατηγέω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=στρατήγημα -ατος, τό [στρατηγέω] [[strategische zet]], [[krijgslist]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στρᾰτήγημα:''' ατος τό действие (распоряжение) главнокомандующего, т. е. стратегический маневр Xen., Isocr., Polyb. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''στρᾰτήγημα''': τό, [[πρᾶξις]] στρατηγοῦ, ἰδίως, [[πρᾶξις]] εὐφυΐας στρατηγικῆς, [[τέχνασμα]] στρατηγικόν, [[πανουργία]], [[δόλος]], Ξεν. Ἀπομν. 5. 5, 22, Ἰσοκρ. 248C, Πολύβ. 3. 18, 9, κτλ.· - στρατηγήματα ἐπιγράφεται [[ἔργον]] τι τοῦ Πολυαίνου· οὕτω στρατηγηματικὰ ἕτερον τοῦ Φροντίνου. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΑ [[στρατηγώ]]<br /><b>1.</b> [[ενέργεια]] στρατηγικής ευφυΐας, ευφυές στρατηγικό [[τέχνασμα]], [[μέτρο]] για την [[εξαπάτηση]] και, αν [[είναι]] δυνατόν, [[κατανίκηση]] του αντιπάλου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[απατηλός]] [[τρόπος]] ενέργειας, [[πανουργία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ενέργεια]] στρατηγού<br /><b>2.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>Στρατηγήματα</i><br />[[τίτλος]] έργου του Πολυαίνου και του Φροντίνου. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''στρᾰτήγημα:''' -ατος, τό, [[πράξη]] στρατηγού, [[ιδίως]] [[πράξη]] στρατηγικής ευφυίας, στρατηγικό [[τέχνασμα]], σε Ξεν. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:27, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό,
A act of a general, esp. piece of generalship, stratagem, X.Mem.3.5.22 (pl.), Isoc. 12.78, Plb.3.18.9, Onos.Praef.7, etc.:—στρατηγήματα was the title of works by Polyaenus and Frontinus; cf. also BMus.Inscr. 1020 (Smyrna, i A.D.).
2 trick, device, Cic.Att.5.2.2, Plu.2.755d; σ. τῶν λόγων trick of speech, D.H.Rh.9.8.
German (Pape)
[Seite 951] τό, eine Feldherrnthat, besonders eine schlaue, dah. die Kriegslist, Xen. Mem. 3, 5, 22; Pol. 8, 78, 1 u. öfter, u. Sp., wie Luc. Dem. enc. 35.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
manœuvre de guerre, particul. stratagème, ruse de guerre.
Étymologie: στρατηγέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρατήγημα -ατος, τό [στρατηγέω] strategische zet, krijgslist.
Russian (Dvoretsky)
στρᾰτήγημα: ατος τό действие (распоряжение) главнокомандующего, т. е. стратегический маневр Xen., Isocr., Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτήγημα: τό, πρᾶξις στρατηγοῦ, ἰδίως, πρᾶξις εὐφυΐας στρατηγικῆς, τέχνασμα στρατηγικόν, πανουργία, δόλος, Ξεν. Ἀπομν. 5. 5, 22, Ἰσοκρ. 248C, Πολύβ. 3. 18, 9, κτλ.· - στρατηγήματα ἐπιγράφεται ἔργον τι τοῦ Πολυαίνου· οὕτω στρατηγηματικὰ ἕτερον τοῦ Φροντίνου.
Greek Monolingual
το, ΝΑ στρατηγώ
1. ενέργεια στρατηγικής ευφυΐας, ευφυές στρατηγικό τέχνασμα, μέτρο για την εξαπάτηση και, αν είναι δυνατόν, κατανίκηση του αντιπάλου
2. μτφ. απατηλός τρόπος ενέργειας, πανουργία
αρχ.
1. ενέργεια στρατηγού
2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Στρατηγήματα
τίτλος έργου του Πολυαίνου και του Φροντίνου.
Greek Monotonic
στρᾰτήγημα: -ατος, τό, πράξη στρατηγού, ιδίως πράξη στρατηγικής ευφυίας, στρατηγικό τέχνασμα, σε Ξεν. κ.λπ.