συμφοιτητής: Difference between revisions
ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=symfoititis | |Transliteration C=symfoititis | ||
|Beta Code=sumfoithth/s | |Beta Code=sumfoithth/s | ||
|Definition= | |Definition=συμφοιτητοῦ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[schoolfellow]], Pl.''Euthd.''272c, ''Phdr.'' 255a, X.''HG''2.4.20, [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1162a33, Gal.16.684.<br><span class="bld">II</span> [[fellowpilgrim]] to the temple of Asclepius, Aristid.''Or.''50(26).42 (pl.), 48(24).27, 28(49).133. (Cf. [[φοιτητής]].) | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0992.png Seite 992]] ὁ, der mit od. zugleich wohin, bes. in die Schule geht, Mitschüler; Plat. Phaedr. 255 a Euthyd. 272 c; Xen. Hell. 2, 4, 20. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[condisciple]].<br />'''Étymologie:''' [[συμφοιτάω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συμφοιτητής -οῦ, ὁ [συμφοιτάω] [[medeleerling]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμφοιτητής:''' οῦ ὁ [[школьный товарищ]], [[соученик]] Xen., Plat., Arst. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ, θηλ. συμφοιτήτρια Ν [[συμφοιτῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φοιτητής]] [[μαζί]] με άλλον, αυτός που φοιτά ή έχει φοιτήσει στην [[ίδια]] ανώτερη ή ανώτατη [[σχολή]] με κάποιον άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμμαθητής]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[συμπροσκυνητής]] στον ναό του Ασκληπιού. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συμφοιτητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που φοιτά από κοινού σε σχολείο, [[συμμαθητής]], σε Πλάτ., Ξεν. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συμφοιτητής''': -οῦ, ὁ, [[συμμαθητής]], Πλάτ. Εὐθύδ. 272D, Φαῖδρ. 255Α, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 20, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 12, 8. Πρβλ. [[φοιτητής]]. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[συμφοιτητής]], οῦ, ὁ, [from [[συμφοιτάω]]<br />a [[school]]-[[fellow]], Plat., Xen. | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=Ἀπό τό συμφοιτῶ → σύν + φοιτῶ (=[[συχνάζω]]), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:36, 25 August 2023
English (LSJ)
συμφοιτητοῦ, ὁ,
A schoolfellow, Pl.Euthd.272c, Phdr. 255a, X.HG2.4.20, Arist.EN1162a33, Gal.16.684.
II fellowpilgrim to the temple of Asclepius, Aristid.Or.50(26).42 (pl.), 48(24).27, 28(49).133. (Cf. φοιτητής.)
German (Pape)
[Seite 992] ὁ, der mit od. zugleich wohin, bes. in die Schule geht, Mitschüler; Plat. Phaedr. 255 a Euthyd. 272 c; Xen. Hell. 2, 4, 20.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
condisciple.
Étymologie: συμφοιτάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμφοιτητής -οῦ, ὁ [συμφοιτάω] medeleerling.
Russian (Dvoretsky)
συμφοιτητής: οῦ ὁ школьный товарищ, соученик Xen., Plat., Arst.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, θηλ. συμφοιτήτρια Ν συμφοιτῶ
νεοελλ.
φοιτητής μαζί με άλλον, αυτός που φοιτά ή έχει φοιτήσει στην ίδια ανώτερη ή ανώτατη σχολή με κάποιον άλλον
αρχ.
1. συμμαθητής
2. (ειδικά) συμπροσκυνητής στον ναό του Ασκληπιού.
Greek Monotonic
συμφοιτητής: -οῦ, ὁ, αυτός που φοιτά από κοινού σε σχολείο, συμμαθητής, σε Πλάτ., Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
συμφοιτητής: -οῦ, ὁ, συμμαθητής, Πλάτ. Εὐθύδ. 272D, Φαῖδρ. 255Α, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 20, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 12, 8. Πρβλ. φοιτητής.
Middle Liddell
συμφοιτητής, οῦ, ὁ, [from συμφοιτάω
a school-fellow, Plat., Xen.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό συμφοιτῶ → σύν + φοιτῶ (=συχνάζω), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.