αγίασμα: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
(1)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἁγίασμα]]) [[αγιάζω]]<br />[[νερό]] καθαγιασμένο με θρησκευτική [[τελετή]], [[αγιασμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καθαγίαση]] με θρησκευτική [[τελετή]], [[αγιασμός]]<br /><b>2.</b> [[ράντισμα]] με αγιασμένο [[νερό]]<br /><b>3.</b> [[πηγή]] από την οποία ρέει [[νερό]] που θεωρείται [[ιερό]] και έχει θεραπευτικές ιδιότητες<br /><b>4.</b> ο [[γύρω]] από την [[πηγή]] αυτή [[χώρος]]<br /><b>εκκλ.</b><br /><b>1.</b> [[οτιδήποτε]] [[είναι]] [[ιερό]], αγιασμένο, εξαγνισμένο<br /><b>2.</b> ο [[τόπος]] ο προορισμένος για τη [[λατρεία]] του Θεού (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἁγιαστήριον]])<br /><b>3.</b> η Αγία Τράπεζα<br /><b>4.</b> τα Τίμια Δώρα<br /><b>5.</b> [[ιερότητα]], [[αγιότητα]].
|mltxt=το (Α [[ἁγίασμα]]) [[αγιάζω]]<br />[[νερό]] καθαγιασμένο με θρησκευτική [[τελετή]], [[αγιασμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καθαγίαση]] με θρησκευτική [[τελετή]], [[αγιασμός]]<br /><b>2.</b> [[ράντισμα]] με αγιασμένο [[νερό]]<br /><b>3.</b> [[πηγή]] από την οποία ρέει [[νερό]] που θεωρείται [[ιερό]] και έχει θεραπευτικές ιδιότητες<br /><b>4.</b> ο [[γύρω]] από την [[πηγή]] αυτή [[χώρος]]<br /><b>εκκλ.</b><br /><b>1.</b> [[οτιδήποτε]] [[είναι]] [[ιερό]], αγιασμένο, εξαγνισμένο<br /><b>2.</b> ο [[τόπος]] ο προορισμένος για τη [[λατρεία]] του Θεού (πρβλ. [[ἁγιαστήριον]])<br /><b>3.</b> η Αγία Τράπεζα<br /><b>4.</b> τα Τίμια Δώρα<br /><b>5.</b> [[ιερότητα]], [[αγιότητα]].
}}
}}

Latest revision as of 09:00, 23 December 2018

Greek Monolingual

το (Α ἁγίασμα) αγιάζω
νερό καθαγιασμένο με θρησκευτική τελετή, αγιασμός
νεοελλ.
1. καθαγίαση με θρησκευτική τελετή, αγιασμός
2. ράντισμα με αγιασμένο νερό
3. πηγή από την οποία ρέει νερό που θεωρείται ιερό και έχει θεραπευτικές ιδιότητες
4. ο γύρω από την πηγή αυτή χώρος
εκκλ.
1. οτιδήποτε είναι ιερό, αγιασμένο, εξαγνισμένο
2. ο τόπος ο προορισμένος για τη λατρεία του Θεού (πρβλ. ἁγιαστήριον)
3. η Αγία Τράπεζα
4. τα Τίμια Δώρα
5. ιερότητα, αγιότητα.