σύσσιτος: Difference between revisions
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
(11) |
|||
(26 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syssitos | |Transliteration C=syssitos | ||
|Beta Code=su/ssitos | |Beta Code=su/ssitos | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[messmate]], Thgn.309, [[Herodotus|Hdt.]]5.24, Ar.''V.''557 (anap.), ''Ra.''1075 (anap.), ''Pl.''602 (anap.), [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''806e ([[ξυσσιτίων]] codd.), [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''8.7.14, Arist. ''Pol.''1314a10; [[member of common room]] of the Museum at Alexandria, ''OGI''712 (ii A.D.). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1043.png Seite 1043]] mitspeisend, gemeinschaftlich essend, Tischgenosse; Theogn. 309; Her. 5, 24; καὶ [[συνέστιος]], Plat. Ep. VII, 350 c; Legg. VII, 806 e; Xen. oft, Dem., u. Folgde. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui mange avec ; ὁ [[σύσσιτος]] convive, commensal.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[σῖτος]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σύσσῑτος -ου, ὁ Att. ook ξύσσῑτος [[[σύν]], [[σῖτος]]] [[disgenoot]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σύσσῑτος:''' ὁ [[застольный товарищ]], [[сотрапезник]] Her. etc. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[σύσσιτος]], -ον, ΝΑ, και αττ. τ. ξύσσιτος, -ον, Α<br />αυτός που συντρώγει με κάποιον, [[ομοτράπεζος]] («καὶ τὸ χρῆσθαι συσσίτοις καὶ συνημερευταῖς ξενικοῖς μᾶλλον ἤ πολιτικοῖς τυραννικόν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μέλος]] του κοινού δειπνητηρίου στο Μουσείο της Αλεξάνδρειας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]]), <b>πρβλ.</b> [[παρά]]-<i>σιτος</i>]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σύσσῑτος:''' ὁ, αυτός που τρώγει μαζί με άλλους, ο [[ομοτράπεζος]], [[συνδαιτυμόνας]], [[ομόσιτος]], σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σύσσῑτος''': ὁ, ὁ [[ὁμοῦ]] σιτούμενος, [[ὁμοῦ]] ἐσθίων, [[ὁμοτράπεζος]], Θέογν. 309, Ἡρόδ. 5. 24, Ἀριστοφ. Σφ. 557, Βάτρ. 1075, Πλ. 602, Πλάτ., Ξεν. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=σύσ-σῑτος, ὁ,<br />one who eats [[together]], a [[messmate]], Theogn., Hdt., Attic | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:25, 23 March 2024
English (LSJ)
ὁ, messmate, Thgn.309, Hdt.5.24, Ar.V.557 (anap.), Ra.1075 (anap.), Pl.602 (anap.), Pl.Lg.806e (ξυσσιτίων codd.), X.Cyr.8.7.14, Arist. Pol.1314a10; member of common room of the Museum at Alexandria, OGI712 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1043] mitspeisend, gemeinschaftlich essend, Tischgenosse; Theogn. 309; Her. 5, 24; καὶ συνέστιος, Plat. Ep. VII, 350 c; Legg. VII, 806 e; Xen. oft, Dem., u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui mange avec ; ὁ σύσσιτος convive, commensal.
Étymologie: σύν, σῖτος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύσσῑτος -ου, ὁ Att. ook ξύσσῑτος [σύν, σῖτος] disgenoot.
Russian (Dvoretsky)
σύσσῑτος: ὁ застольный товарищ, сотрапезник Her. etc.
Greek Monolingual
-η, -ο / σύσσιτος, -ον, ΝΑ, και αττ. τ. ξύσσιτος, -ον, Α
αυτός που συντρώγει με κάποιον, ομοτράπεζος («καὶ τὸ χρῆσθαι συσσίτοις καὶ συνημερευταῖς ξενικοῖς μᾶλλον ἤ πολιτικοῖς τυραννικόν», Αριστοτ.)
αρχ.
μέλος του κοινού δειπνητηρίου στο Μουσείο της Αλεξάνδρειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -σιτος (< σῖτος), πρβλ. παρά-σιτος].
Greek Monotonic
σύσσῑτος: ὁ, αυτός που τρώγει μαζί με άλλους, ο ομοτράπεζος, συνδαιτυμόνας, ομόσιτος, σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.
Greek (Liddell-Scott)
σύσσῑτος: ὁ, ὁ ὁμοῦ σιτούμενος, ὁμοῦ ἐσθίων, ὁμοτράπεζος, Θέογν. 309, Ἡρόδ. 5. 24, Ἀριστοφ. Σφ. 557, Βάτρ. 1075, Πλ. 602, Πλάτ., Ξεν.
Middle Liddell
σύσ-σῑτος, ὁ,
one who eats together, a messmate, Theogn., Hdt., Attic