ἀνάλημμα: Difference between revisions
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
(3) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[ἀνάλημμα]])<br />[[τείχος]] που οικοδομείται για να συγκρατήσει από [[κατολίσθηση]] το υλικό ισοπέδου επιχωματώσεως σε επικλινές [[έδαφος]], [[αντέρεισμα]], [[πεζούλα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οτιδήποτε]] χρησιμοποιείται ως [[υποστήριγμα]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[χειρολάβος]], η [[ταινία]] που περνιέται στον λαιμό για να συγκρατεί σπασμένο βραχίονα, ο αορτήρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[λῆμμα]] <span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]]. | |mltxt=το (Α [[ἀνάλημμα]])<br />[[τείχος]] που οικοδομείται για να συγκρατήσει από [[κατολίσθηση]] το υλικό ισοπέδου επιχωματώσεως σε επικλινές [[έδαφος]], [[αντέρεισμα]], [[πεζούλα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οτιδήποτε]] χρησιμοποιείται ως [[υποστήριγμα]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[χειρολάβος]], η [[ταινία]] που περνιέται στον λαιμό για να συγκρατεί σπασμένο βραχίονα, ο αορτήρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[λῆμμα]] <span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνάλημμα:''' ατος τό фундамент, подпора Diod. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is used for repairing or supporting; sling for a wounded limb, Hp.Off.23. II any high erection or embankment, esp. of substructures or retaining-walls, SIG2587.20, SIG290 (Delph.), 813A5 (Delph.), IG11.163A38 (Delos), cf. 165.33, D.S.17.71: pl., Id.20.36, D.H.3.69, IG4.203.21; τὸ ἀ. τῆς πόλεως Δαυίδ LXX 2 Ch.32.5; ἀ. ὑψηλὸν περιβόλου ἱεροῦ ib.Si.50.2. III sun-dial, CIG2681, Vitr.9.7.7. IV = μέρος τι τοῦ ἥπατος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 195] τό, Erhebung, Aufrichtung? τὰ ἀναλήμματα, bei D. H. 3, 69. 4, 59, u. im sing. Diod. Sic. 17, 71, vgl. 20, 36, untergebaute Mauern, substructiones. die zur Befestigung u. Grnndlage dienen: Vitruv. nennt daher die auf ein solches Postament gestellte Sonnenuhr selbst analemmata.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Alolema(s): ἀνάλαμμα SIG 290 (Delfos IV a.C.)
I 1medic. cabestrillo Hp.Off.23.
2 arq. muro de contención en diversos tipos de construcciones IG 22.1672.20 (Eleusis IV a.C.), SIG l.c., IG 11(2).163A.38, 165.33 (Delos), FD 3.181.5 (I a.C.), IG 4.203.21
•terraza, CIG 2681 (Yasos), D.H.3.69.1, D.S.17.71, 20.36, LXX Si.50.2, LXX 2Pa.32.5.
II 1astr. proyección sobre un plano de partes de la esfera celeste, Hero Dioptr.304.19, tít. de una obra de Ptolomeo, Vitr.9.6.1, 7.6, tít. de una obra del matemático Diodoro de Alejandría, Papp.246.1.
2 cierta parte del hígado Hsch.
Greek Monolingual
το (Α ἀνάλημμα)
τείχος που οικοδομείται για να συγκρατήσει από κατολίσθηση το υλικό ισοπέδου επιχωματώσεως σε επικλινές έδαφος, αντέρεισμα, πεζούλα
αρχ.
1. οτιδήποτε χρησιμοποιείται ως υποστήριγμα
2. ιατρ. χειρολάβος, η ταινία που περνιέται στον λαιμό για να συγκρατεί σπασμένο βραχίονα, ο αορτήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + -λῆμμα < λαμβάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάλημμα: ατος τό фундамент, подпора Diod.