αμφίπολος: Difference between revisions

From LSJ

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source
(3)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφίπολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο κινούμενος [[γύρω]] από κάποιον, ο απασχολημένος με [[κάτι]], [[πολυάσχολος]]<br /><b>2.</b> [[πολυσύχναστος]] ([[τύμβος]])<br /><b>3.</b> (το θηλυκό ως ουσιαστικό) <i>ἡ [[ἀμφίπολος]], ήδη στη Μυκηναϊκή α) [[υπηρέτρια]], [[θαλαμηπόλος]]<br />β) [[ιέρεια]]<br /><b>4.</b> (το [[αρσενικό]] ως ουσιαστικό) <i>ὁ [[ἀμφίπολος]]<br />α) [[υπηρέτης]], [[ακόλουθος]]<br />β) [[ιερέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[πέλομαι]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἐπίπολος]], [[περίπολος]], [[πρόσπολος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμφιπολεύω]], <i>ἀμφιπολῶ</i>].
|mltxt=[[ἀμφίπολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο κινούμενος [[γύρω]] από κάποιον, ο απασχολημένος με [[κάτι]], [[πολυάσχολος]]<br /><b>2.</b> [[πολυσύχναστος]] ([[τύμβος]])<br /><b>3.</b> (το θηλυκό ως ουσιαστικό) <i>ἡ [[ἀμφίπολος]], ήδη στη Μυκηναϊκή α) [[υπηρέτρια]], [[θαλαμηπόλος]]<br />β) [[ιέρεια]]<br /><b>4.</b> (το [[αρσενικό]] ως ουσιαστικό) <i>ὁ [[ἀμφίπολος]]<br />α) [[υπηρέτης]], [[ακόλουθος]]<br />β) [[ιερέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[πέλομαι]] (πρβλ. [[ἐπίπολος]], [[περίπολος]], [[πρόσπολος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμφιπολεύω]], <i>ἀμφιπολῶ</i>].
}}
}}

Revision as of 10:30, 23 December 2018

Greek Monolingual

ἀμφίπολος, -ον (Α)
1. ο κινούμενος γύρω από κάποιον, ο απασχολημένος με κάτι, πολυάσχολος
2. πολυσύχναστος (τύμβος)
3. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ἀμφίπολος, ήδη στη Μυκηναϊκή α) υπηρέτρια, θαλαμηπόλος
β) ιέρεια
4. (το αρσενικό ως ουσιαστικό) ἀμφίπολος
α) υπηρέτης, ακόλουθος
β) ιερέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -πόλος < πέλομαι (πρβλ. ἐπίπολος, περίπολος, πρόσπολος).
ΠΑΡ. αρχ. ἀμφιπολεύω, ἀμφιπολῶ].