ἀνταναμένω: Difference between revisions

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνταναμένω]] (Α)<br />[[περιμένω]] να δω πώς θα εξελιχθεί μια [[κατάσταση]] [[χωρίς]] να [[παίρνω]] εν τω [[μεταξύ]] τα [[μέτρα]] μου.
|mltxt=[[ἀνταναμένω]] (Α)<br />[[περιμένω]] να δω πώς θα εξελιχθεί μια [[κατάσταση]] [[χωρίς]] να [[παίρνω]] εν τω [[μεταξύ]] τα [[μέτρα]] μου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνταναμένω:''' μέλ. <i>-μενῶ</i>, [[αναμένω]] αντί να δραστηριοποιηθώ, αντί να [[λάβω]] δραστικά [[μέτρα]] αντιμετώπισης, σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 21:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνταναμένω Medium diacritics: ἀνταναμένω Low diacritics: ανταναμένω Capitals: ΑΝΤΑΝΑΜΕΝΩ
Transliteration A: antanaménō Transliteration B: antanamenō Transliteration C: antanameno Beta Code: a)ntaname/nw

English (LSJ)

   A wait instead of taking active measures, c. inf., Th.3.12.

German (Pape)

[Seite 244] dagegen erwarten, Thuc. 3, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταναμένω: ἀναμένω ἀντὶ νὰ λάβω δραστήρια μέτρα, μετ’ ἀπαρ., Θουκ. 3. 12.

French (Bailly abrégé)

part. ao. ἀνταναμείνας;
attendre de son côté.
Étymologie: ἀντί, ἀναμένω.

Spanish (DGE)

esperar, aguardar a su vez αὐτοὶ οὐκ ἀνταναμείναντες σαφῶς εἰδέναι εἰ ... Th.3.12.

Greek Monolingual

ἀνταναμένω (Α)
περιμένω να δω πώς θα εξελιχθεί μια κατάσταση χωρίς να παίρνω εν τω μεταξύ τα μέτρα μου.

Greek Monotonic

ἀνταναμένω: μέλ. -μενῶ, αναμένω αντί να δραστηριοποιηθώ, αντί να λάβω δραστικά μέτρα αντιμετώπισης, σε Θουκ.