ἀποταγή: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
(5) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apotagi | |Transliteration C=apotagi | ||
|Beta Code=a)potagh/ | |Beta Code=a)potagh/ | ||
|Definition=ἡ, (ἀποτάσσω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ἡ, (ἀποτάσσω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[renunciation]] of a claim, <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>3.1007.18</span> (vi A. D.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[disinheriting]], PMasp.97 ii 53 (vi A. D.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:00, 29 June 2020
English (LSJ)
ἡ, (ἀποτάσσω)
A renunciation of a claim, PLond.3.1007.18 (vi A. D.). II disinheriting, PMasp.97 ii 53 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 329] ἡ, Entsagung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτᾰγή: ἡ, (ἀποτάσσω) ἀπόταξις, ἀποκήρυξις, τοῦ κόσμου, Ἐκκλ.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
1 desistimiento, renuncia a reclamar un derecho PLond.1007.18 (VI d.C.), PErl.79.9 (VI d.C.)
•c. gen. obj. φαντασιῶν Dion.Ar.EH M.3.533D, al demonio por medio del bautismo τῶν ἔργων τοῦ Σατανᾶ Ath.Al.M.26.1221B, τοῦ Σαταννᾶ Cosm.Ind.Top.1.4.
2 repudio de una hija ἀ. καὶ ἀποκήρυξις PMasp.97ue.d.53 (VI d.C.).
Greek Monolingual
η (AM ἀποταγή) αποτάσσω
1. απάρνηση, αποκήρυξη
2. απομάκρυνση από κάτι, αποξένωση από περιουσιακά στοιχεία
3. αποκήρυξη του Σατανά και των έργων του από τον βαπτιζόμενο ή τον ανάδοχό του κατά την Κατήχηση, αμέσως πριν από το Βάπτισμα
4. ομολογία του κειρόμενου μοναχού για την απάρνηση των εγκόσμιων
αρχ.-μσν.
1. η ουσία της μοναχικής ζωής
2. η αναγκαιότητα
3. δυσχέρειες (κυρίως της μοναχικής ζωής).