ἀντοφείλω: Difference between revisions
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀντοφείλω]] (Α)<br />[[χρωστώ]] [[χάρη]] ή [[ευεργεσία]]<br />(«ὁ δ' ἀντοφείλων ἀμβλύτερος» — αυτός όμως που χρωστάει [[χάρη]] σε άλλον δεν [[είναι]] πολύ [[πρόθυμος]] στην [[ανταπόδοση]] της οφειλής του, Θουκυδ.). | |mltxt=[[ἀντοφείλω]] (Α)<br />[[χρωστώ]] [[χάρη]] ή [[ευεργεσία]]<br />(«ὁ δ' ἀντοφείλων ἀμβλύτερος» — αυτός όμως που χρωστάει [[χάρη]] σε άλλον δεν [[είναι]] πολύ [[πρόθυμος]] στην [[ανταπόδοση]] της οφειλής του, Θουκυδ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀντοφείλω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[χρωστώ]] σε κάποιον αντι-[[χάρη]], σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:28, 30 December 2018
English (LSJ)
A owe a good turn, to be indebted, Th.2.40.
German (Pape)
[Seite 265] dagegen, dafür schuldig sein, χάριν Thuc. 2, 40.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντοφείλω: ὀφείλω χάριν, ὁ δ’ ἀντοφείλων ἀμβλύτερος, εἰδὼς οὐκ ἐς χάριν, ἀλλ’ ἐς ὀφείλημα τὴν ἀρετὴν ἀποδώσων, εἰξεύρων ὅτι θὰ ἀποδώσῃ τὴν εὐεργεσίαν οὐχὶ πρὸς χάριν, διὰ νὰ τῷ χρεωστῆται χάρις, ἀλλὰ πρὸς ἀπότισιν χρέους, Θουκ. 2. 40.
French (Bailly abrégé)
devoir à son tour ou en retour.
Étymologie: ἀντί, ὀφείλω.
Spanish (DGE)
deber un favor ὁ δὲ ἀντοφείλων ἀμβλύτερος Th.2.40.
Greek Monolingual
ἀντοφείλω (Α)
χρωστώ χάρη ή ευεργεσία
(«ὁ δ' ἀντοφείλων ἀμβλύτερος» — αυτός όμως που χρωστάει χάρη σε άλλον δεν είναι πολύ πρόθυμος στην ανταπόδοση της οφειλής του, Θουκυδ.).