ἄσθμα: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(6)
(1)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἄσθμα]] και [[ἆσθμα]])<br /><b>ιατρ.</b> η [[ασθένεια]], το [[άσθμα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> η [[πνοή]], η [[αναπνοή]]<br /><b>2.</b> η ισχυρή [[πνοή]], το δυνατό [[φύσημα]] (ζώου ή του ανέμου)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[λαχάνιασμα]]<br /><b>2.</b> ο [[επιθανάτιος]] [[ρόγχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. [[άσθμα]] <span style="color: red;"><</span> <i>άνσθμα</i>, που ανάγεται στην ΙΕ. [[ρίζα]] <i>an</i>(<i>∂</i>)- «[[φυσώ]], [[πνέω]]» του τ. [[άνεμος]]. Η λ. σχηματίζεται με το ινδοευρωπαϊκό [[επίθημα]] -<i>mņ</i>, το οποίο στην Ελληνική [[συχνά]] εμφανίζεται παρεκτεταμένο μ' ένα οδοντικό (<b>[[πρβλ]].</b> [[ίθμα]]), ενώ το -<i>σ</i>- του τ. παραμένει ανεξήγητο (<b>[[πρβλ]].</b> [[ισθμός]]). Επίσης αμφισβητείται η [[ποσότητα]] του <i>α</i>- που παραδίδεται και ως μακρό.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ασθμαίνω]], [[ασθματικός]], [[ασθματώδης]]].
|mltxt=το (AM [[ἄσθμα]] και [[ἆσθμα]])<br /><b>ιατρ.</b> η [[ασθένεια]], το [[άσθμα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> η [[πνοή]], η [[αναπνοή]]<br /><b>2.</b> η ισχυρή [[πνοή]], το δυνατό [[φύσημα]] (ζώου ή του ανέμου)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[λαχάνιασμα]]<br /><b>2.</b> ο [[επιθανάτιος]] [[ρόγχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. [[άσθμα]] <span style="color: red;"><</span> <i>άνσθμα</i>, που ανάγεται στην ΙΕ. [[ρίζα]] <i>an</i>(<i>∂</i>)- «[[φυσώ]], [[πνέω]]» του τ. [[άνεμος]]. Η λ. σχηματίζεται με το ινδοευρωπαϊκό [[επίθημα]] -<i>mņ</i>, το οποίο στην Ελληνική [[συχνά]] εμφανίζεται παρεκτεταμένο μ' ένα οδοντικό (<b>[[πρβλ]].</b> [[ίθμα]]), ενώ το -<i>σ</i>- του τ. παραμένει ανεξήγητο (<b>[[πρβλ]].</b> [[ισθμός]]). Επίσης αμφισβητείται η [[ποσότητα]] του <i>α</i>- που παραδίδεται και ως μακρό.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ασθμαίνω]], [[ασθματικός]], [[ασθματώδης]]].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: <b class="b2">short-drawn breath, panting</b>, as medic. term [[asthma]] (Il.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unclear. <b class="b3">-θμα</b> is known as a suffix (cf. <b class="b3">ἴ-θμα</b>), but derivation from <b class="b2">h₂enh₁-</b> [[breathe]] in <b class="b3">ἄνεμος</b> seems impossible: it would give <b class="b3">ἀνε-</b> (also as the result of zero grade <b class="b2">*h₂nh₁-</b>). For the <b class="b3">-σ-</b> cf. <b class="b3">ἰ-σθμός</b>. Chantr. gives the difficult comment: "dans le cas de <b class="b3">ἄσθμα</b> le <b class="b3">σ</b> donne une certaine valeur d'harmonie imitative." If he means that it is onomatopoetic, this could be supposed for the (whole) root <b class="b3">ἀσ-</b>.
}}
}}

Revision as of 21:25, 2 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσθμα Medium diacritics: ἄσθμα Low diacritics: άσθμα Capitals: ΑΣΘΜΑ
Transliteration A: ásthma Transliteration B: asthma Transliteration C: asthma Beta Code: a)/sqma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A short-drawn breath, panting, ἄσθμα καὶ ἱδρώς Il. 15.241; ἀργαλέῳ ἄσθματι ib.10; ὑπ' ἄσθματος κενοί A.Pers.484; ἄσθματι στρευγόμενος Tim.Pers.93; ὑπὸ ἄσθματος ἀδυνατεῖν Pl.R. 568d, cf. 556d; as symptom of anger, Phld.Ir.p.27 W.; death-rattle, Pi.N.10.74.    II Medic., asthma, Hp.Aph.3.22(pl.), etc.    III breath, breathing, Mosch.3.53, Luc.DDeor.11.2, Philum.Ven.36.3; blast, ἀρκτῴοις ἄσθμασι AP9.677 (Agath.); ἄ. φλογός Coluth.179; κεραυνοῦ Nonn.D.1.2. (On the accent v. Hdn.Gr.1.522.)

Greek Monolingual

το (AM ἄσθμα και ἆσθμα)
ιατρ. η ασθένεια, το άσθμα
αρχ.-μσν.
1. η πνοή, η αναπνοή
2. η ισχυρή πνοή, το δυνατό φύσημα (ζώου ή του ανέμου)
αρχ.
1. το λαχάνιασμα
2. ο επιθανάτιος ρόγχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. άσθμα < άνσθμα, που ανάγεται στην ΙΕ. ρίζα an()- «φυσώ, πνέω» του τ. άνεμος. Η λ. σχηματίζεται με το ινδοευρωπαϊκό επίθημα -, το οποίο στην Ελληνική συχνά εμφανίζεται παρεκτεταμένο μ' ένα οδοντικό (πρβλ. ίθμα), ενώ το -σ- του τ. παραμένει ανεξήγητο (πρβλ. ισθμός). Επίσης αμφισβητείται η ποσότητα του α- που παραδίδεται και ως μακρό.
ΠΑΡ. ασθμαίνω, ασθματικός, ασθματώδης].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: short-drawn breath, panting, as medic. term asthma (Il.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unclear. -θμα is known as a suffix (cf. ἴ-θμα), but derivation from h₂enh₁- breathe in ἄνεμος seems impossible: it would give ἀνε- (also as the result of zero grade *h₂nh₁-). For the -σ- cf. ἰ-σθμός. Chantr. gives the difficult comment: "dans le cas de ἄσθμα le σ donne une certaine valeur d'harmonie imitative." If he means that it is onomatopoetic, this could be supposed for the (whole) root ἀσ-.