άττα: Difference between revisions
(6) |
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄττα]] (Α)<br />(ως [[προσφώνηση]] ηλικιωμένων προσώπων) παππούλη, πατερούλη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για εκφραστική λ. της παιδικής γλώσσας (<b> | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄττα]] (Α)<br />(ως [[προσφώνηση]] ηλικιωμένων προσώπων) παππούλη, πατερούλη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για εκφραστική λ. της παιδικής γλώσσας (<b>πρβλ.</b> [[άππα]], <i>άπφα</i>, <i>πάππα</i>) σε [[αντίθεση]] [[προς]] το αυστηρό και [[επίσημο]] [[πατήρ]]. Η λ. με πλήρη μορφολογική και σημασιολογική [[αντιστοιχία]] μαρτυρείται σε πολλές άλλες ινδοευρ. γλώσσες (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>atta</i>, χεττ. <i>attas</i>, γοτθ. <i>atta</i> και με επιθηματική [[παρέκταση]] αρχ. σλ. <i>otĭcĭ</i>). Αν γίνει δεκτό ότι αρχικά η λ. σήμαινε τον «(ανα)τροφέα», [[τότε]] η λ. αποτελεί ίσως τη [[βάση]] σχηματισμού των [[αταλός]], [[ατάλλω]] κ.λπ.].———————— <b>(II)</b><br />[[ἄττα]] και [[ἄσσα]] (Α)<br />πληθ. ουδ. της αόριστης αντωνυμίας <i>τις</i> [[αντί]] του τ. <i>τινά</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ἄσσα]] (αττ. [[άττα]]) της αόρ. αντων. <i>τις</i>, όπως και ο τ. <i>ἅσσα</i> (αττ. [[άττα]]) της αναφορικής αντων. <i>όστις</i>, προέρχονται από λανθασμένη [[τμήση]] του <i>οπποῖά σσα</i> σε <i>οποῖ</i>' [[άσσα]], όπου το -<i>σσα</i> [[είναι]] ο πληθ. ουδ. <i>τι</i>-<i>α</i> [[αντί]] <i>τινά</i> του <i>τις</i> (<b>πρβλ.</b> μεγαρ. <i>σα</i>, βοιωτ. <i>τα</i>)].———————— <b>(III)</b><br />ἅττα και ἅσσα (Α)<br />πληθ. ουδ. της αναφορικής αντωνυμίας <i>όστις</i> [[αντί]] του τ. <i>άτινα</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. αόρ. αντων. [[άττα]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:50, 22 December 2018
Greek Monolingual
(I)
ἄττα (Α)
(ως προσφώνηση ηλικιωμένων προσώπων) παππούλη, πατερούλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εκφραστική λ. της παιδικής γλώσσας (πρβλ. άππα, άπφα, πάππα) σε αντίθεση προς το αυστηρό και επίσημο πατήρ. Η λ. με πλήρη μορφολογική και σημασιολογική αντιστοιχία μαρτυρείται σε πολλές άλλες ινδοευρ. γλώσσες (πρβλ. λατ. atta, χεττ. attas, γοτθ. atta και με επιθηματική παρέκταση αρχ. σλ. otĭcĭ). Αν γίνει δεκτό ότι αρχικά η λ. σήμαινε τον «(ανα)τροφέα», τότε η λ. αποτελεί ίσως τη βάση σχηματισμού των αταλός, ατάλλω κ.λπ.].———————— (II)
ἄττα και ἄσσα (Α)
πληθ. ουδ. της αόριστης αντωνυμίας τις αντί του τ. τινά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἄσσα (αττ. άττα) της αόρ. αντων. τις, όπως και ο τ. ἅσσα (αττ. άττα) της αναφορικής αντων. όστις, προέρχονται από λανθασμένη τμήση του οπποῖά σσα σε οποῖ' άσσα, όπου το -σσα είναι ο πληθ. ουδ. τι-α αντί τινά του τις (πρβλ. μεγαρ. σα, βοιωτ. τα)].———————— (III)
ἅττα και ἅσσα (Α)
πληθ. ουδ. της αναφορικής αντωνυμίας όστις αντί του τ. άτινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. αόρ. αντων. άττα].