ἄτρυτος: Difference between revisions
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄτρυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[ακαταπόνητος]], ο [[ακατάβλητος]]<br /><b>2.</b> (για τιμωρίες και βάσανα) [[αδιάκοπος]], [[αδιάπτωτος]]<br /><b>3.</b> (για οδό) [[επίπονος]], [[κουραστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>τρυτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τρύω]] «[[κατατρίβω]], [[βασανίζω]], [[καταπονώ]]»]. | |mltxt=[[ἄτρυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[ακαταπόνητος]], ο [[ακατάβλητος]]<br /><b>2.</b> (για τιμωρίες και βάσανα) [[αδιάκοπος]], [[αδιάπτωτος]]<br /><b>3.</b> (για οδό) [[επίπονος]], [[κουραστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>τρυτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τρύω]] «[[κατατρίβω]], [[βασανίζω]], [[καταπονώ]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄτρῡτος:''' -ον ([[τρύω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που δεν φθείρεται, [[ακαταπόνητος]], [[ακατάβλητος]], σε Αισχύλ., [[ανθεκτικός]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[ακούραστος]], σε Σοφ., Μόσχ.· λέγεται για δρόμο, [[επίπονος]], σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A not worn, untiring, unwearied, πούς A.Eu.403; indefatigable, φεῦ τῶν ἀ. οἷα κωτιλίζουσι Call.Iamb.1.277, cf. Plu.Pomp. 26; ironical in Herod.8.4. Adv. -τως, κάματον ἐκδέχεσθαι Ph.1. 19; ὑπομένειν τι J.AJ11.5.8, cf. Jul.Or.7.226c, Orph.Fr.71. 2 of things, unabating: hence, limitless, πόνος Pi.P.4.178, Hdt.9.52; χρόνος B.8.80; χάος Id.5.27; κακά S.Aj.788; ἄλγεα Mosch.4.69; Ἰξίονος μοῖρα ἀΐδιος καὶ ἄ. Arist.Cael.284a35; τὸ ἄ. Id.EN1177b22; ἀνάγκαι Ph.2.434; Πόνος Chaerem. ap. Porph.Abst.4.8; of a road, wearisome, never-ending, Theoc.15.7; ὁδοιπορίαι Plu.Caes.17: Sup., Ph.1.418. 3 = ἀτρύγετος, αἰθήρ Corn.ND20.
German (Pape)
[Seite 389] 1) nicht aufzureiben, unermüdlich, πούς Aesch. Eum. 381; Plut. Pomp. 26 u. a. Sp.; bes. von Uebeln, die nicht ablassen, πόνος, unablässig, Pind. P. 4, 178, wie Her. 9, 52; κακά Soph. Ai. 775; ἄλγεα Mosch. 4, 59; ὁδός, ein langer, kaum zu bewältigender Weg, Theocr. 15, 7, wie ὁδοιπορία Plut. Caes. 17; δύναμις, unzerstörbar, Arist.; τόνος ἄῤῥηκτος καὶἄτρυτος Plut. Cat. min. 5. – 2) nicht beschäftigt, müssig, τὸ σχολαστικὸν καὶ ἄτρυτον Arist. Eth. 10, 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 infatigable;
2 incessant, sans terme, interminable;
3 continu.
Étymologie: ἀ, τρύω.
English (Slater)
ἄτρυτος
1 unabating ἐπ' ἄτρυτον πόνον (P. 4.178)
Spanish (DGE)
(ἄτρῠτος) -ον
I 1incansable, infatigable πούς A.Eu.403, φεῦ τῶν ἀτρύτων de pájaros que parlotean, Call.Fr.194.81, ὀφθαλμός Plu.2.670f, de pers. αὑτῷ τε χρώμενος ἀτρύτῳ Plu.Pomp.26, φύσις Plot.3.7.5, σῶμα Eun.VS 500, ὑπόστασις Porph.Sent.40, Αἶαξ Orph.A.185, Μοῖραι IG 12(7).447.10 (Amorgos I a.C.)
•subst. τὸ ἄ. infatigabilidad propiedad de la ἐνέργεια τοῦ νοῦ Arist.EN 1177b22.
2 infinito, inacabable πόνος Pi.P.4.178, Hdt.9.52, ἐν ἀτρύτῳ χάει B.5.27, χρόνος B.9.80, κακά S.Ai.788, cf. Mosch.4.69, Ἰξίονος Μοῖρα Arist.Cael.284a35
•de un camino fatigoso, que nunca se acaba ὁδός Theoc.15.7, ὁδοιπορία Plu.Caes.17.
II adv. -ως infatigablemente ὑπομένειν I.AI 11.176, ἐκδεχόμενοι Ph.1.19, συνέχειν Iul.Or.7.226c, cf. Orph.Fr.71.
Greek Monolingual
ἄτρυτος, -ον (Α)
1. ο ακαταπόνητος, ο ακατάβλητος
2. (για τιμωρίες και βάσανα) αδιάκοπος, αδιάπτωτος
3. (για οδό) επίπονος, κουραστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -τρυτος < τρύω «κατατρίβω, βασανίζω, καταπονώ»].
Greek Monotonic
ἄτρῡτος: -ον (τρύω)·
1. αυτός που δεν φθείρεται, ακαταπόνητος, ακατάβλητος, σε Αισχύλ., ανθεκτικός, σε Πλούτ.
2. λέγεται για πράγματα, ακούραστος, σε Σοφ., Μόσχ.· λέγεται για δρόμο, επίπονος, σε Θεόκρ.