ἀποβλίττω: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀποβλίττω]] (Α)<br />[[παίρνω]] την [[κερήθρα]] απ' την [[κυψέλη]], [[κλέβω]]. | |mltxt=[[ἀποβλίττω]] (Α)<br />[[παίρνω]] την [[κερήθρα]] απ' την [[κυψέλη]], [[κλέβω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀποβλίττω:''' μέλ. -βλίσω [ῐ], [[αποκόπτω]] την [[κηρήθρα]] από την [[κυψέλη]]· εξού, [[κλέβω]], [[υφαρπάζω]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:24, 30 December 2018
English (LSJ)
A cut out the comb from the hive: hence, steal away, carry off, ὁ δ' ἀπέβλῐσε θοἰμάτιόν μου Ar.Av.498: aor. Med. ἀπεβλίσατο cj. Reisk. in AP7.34 (Antip. Sid.).
German (Pape)
[Seite 297] (s. βλίττω), auszeideln, den Honig aus den Bienenstöcken ausschneiden; übertr., θοἰμάτιόν τινος ἀπέβλισε Ar. Av. 498; ὡς ἀπὸ μουσῶν σμῆνος ἀπεβλίσατο Antp. Sid. 79 (VII, 34).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβλίττω: μέλλ. -βλίσω [ῑ]: ἀποκόπτω τὴν κηρήθραν ἀπὸ τῆς κυψέλης: - ἐντεῦθεν, κλέπτω, ἁρπάζω, ὁ δ’ ἀπέβλισε θοιμάτιόν μου Ἀριστοφ. Ὄρν. 498: - μέσ. ἀόρ. ἀπεβλίσατο, πιθ. γραφ. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 34. - Πρβλ. Ρουγκ. Τίμ. ἐν λ. βλίττειν , ἴδε καὶ ὑποβλίσσω.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀπέβλισα;
exprimer, faire sortir en pressant;
Moy. ἀποβλίττομαι m. sign.
Étymologie: ἀπό, βλίττω.
Spanish (DGE)
recoger miel de un panal Hsch.
•fig. robar θοἰμάτιόν μου Ar.Au.498.
Greek Monolingual
ἀποβλίττω (Α)
παίρνω την κερήθρα απ' την κυψέλη, κλέβω.
Greek Monotonic
ἀποβλίττω: μέλ. -βλίσω [ῐ], αποκόπτω την κηρήθρα από την κυψέλη· εξού, κλέβω, υφαρπάζω, σε Αριστοφ.