βασίλιννα: Difference between revisions
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
(7) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βασίλιννα]], η (Α)<br />η [[σύζυγος]] του «ἄρχοντος βασιλέως» στην αρχαία Αθήνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βασιλεύς]], πιθ. αρχικά με υποκοριστική [[σημασία]]. Κατ' άλλους, [[βασίλιννα]] <span style="color: red;"><</span> [[βασιλεύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ιννα</i>, κατάλ. πιθ. προελληνικής προελεύσεως, που χρησίμευσε στον σχηματισμό θηλυκών κυρίων ονομάτων ή λέξεων θρησκευτικού περιεχομένου. Ανάλογο σχηματισμό [[προς]] το [[βασίλιννα]] παρουσιάζουν τα κύρια ονόματα <i>Κόριννα</i>, [[Φίλιννα]] κ.ά.]. | |mltxt=[[βασίλιννα]], η (Α)<br />η [[σύζυγος]] του «ἄρχοντος βασιλέως» στην αρχαία Αθήνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βασιλεύς]], πιθ. αρχικά με υποκοριστική [[σημασία]]. Κατ' άλλους, [[βασίλιννα]] <span style="color: red;"><</span> [[βασιλεύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ιννα</i>, κατάλ. πιθ. προελληνικής προελεύσεως, που χρησίμευσε στον σχηματισμό θηλυκών κυρίων ονομάτων ή λέξεων θρησκευτικού περιεχομένου. Ανάλογο σχηματισμό [[προς]] το [[βασίλιννα]] παρουσιάζουν τα κύρια ονόματα <i>Κόριννα</i>, [[Φίλιννα]] κ.ά.]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βᾰσίλιννα:''' ἡ, [[βασίλισσα]], σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:56, 30 December 2018
English (LSJ)
A v. βασίλισσα.
German (Pape)
[Seite 437] ἡ, = βασίλεια, Men. bei Eusth. 1425; als v. l. der mss. Dem. 59, 74.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰσίλιννα: ἴδε ἐν λ. βασίλισσα.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
reina en la explicación de la hierogamia de la mujer del arconte rey, D.59.74, cf. Men.Fr.652a.
Greek Monolingual
βασίλιννα, η (Α)
η σύζυγος του «ἄρχοντος βασιλέως» στην αρχαία Αθήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βασιλεύς, πιθ. αρχικά με υποκοριστική σημασία. Κατ' άλλους, βασίλιννα < βασιλεύς + -ιννα, κατάλ. πιθ. προελληνικής προελεύσεως, που χρησίμευσε στον σχηματισμό θηλυκών κυρίων ονομάτων ή λέξεων θρησκευτικού περιεχομένου. Ανάλογο σχηματισμό προς το βασίλιννα παρουσιάζουν τα κύρια ονόματα Κόριννα, Φίλιννα κ.ά.].
Greek Monotonic
βᾰσίλιννα: ἡ, βασίλισσα, σε Δημ.