ανακάτωση: Difference between revisions
From LSJ
Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick
(3) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Μ ἀνακάτωση)<br /><b>1.</b> [[τάση]] για εμετό<br /><b>2.</b> ανώμαλη [[κατάσταση]], [[σύγχυση]], [[ταραχή]]<br /><b>3.</b> [[φιλονικία]], [[ραδιουργία]]<br /><b>4.</b> [[ανάμιξη]], [[ταραχή]] τών στοιχείων της φύσεως, [[μεταβολή]] του καιρού [[προς]] το χειρότερο<br /><b>5.</b> [[σχέση]] ή [[δικαίωμα]] αναμίξεως σε [[ξένη]] [[υπόθεση]], [[ενδιαφέρον]] για τα [[ξένα]] πράγματα<br /><b>6.</b> κοινωνική [[σχέση]], [[συναναστροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>μσν.</b> <i>ἀνακάτωσις</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνακατώνω</i><br /> | |mltxt=η (Μ ἀνακάτωση)<br /><b>1.</b> [[τάση]] για εμετό<br /><b>2.</b> ανώμαλη [[κατάσταση]], [[σύγχυση]], [[ταραχή]]<br /><b>3.</b> [[φιλονικία]], [[ραδιουργία]]<br /><b>4.</b> [[ανάμιξη]], [[ταραχή]] τών στοιχείων της φύσεως, [[μεταβολή]] του καιρού [[προς]] το χειρότερο<br /><b>5.</b> [[σχέση]] ή [[δικαίωμα]] αναμίξεως σε [[ξένη]] [[υπόθεση]], [[ενδιαφέρον]] για τα [[ξένα]] πράγματα<br /><b>6.</b> κοινωνική [[σχέση]], [[συναναστροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>μσν.</b> <i>ἀνακάτωσις</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνακατώνω</i><br />πρβλ. <i>ανεκάτωση</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ανακατωσούρα]], [[ανακατωσούρης]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:47, 23 December 2018
Greek Monolingual
η (Μ ἀνακάτωση)
1. τάση για εμετό
2. ανώμαλη κατάσταση, σύγχυση, ταραχή
3. φιλονικία, ραδιουργία
4. ανάμιξη, ταραχή τών στοιχείων της φύσεως, μεταβολή του καιρού προς το χειρότερο
5. σχέση ή δικαίωμα αναμίξεως σε ξένη υπόθεση, ενδιαφέρον για τα ξένα πράγματα
6. κοινωνική σχέση, συναναστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀνακάτωσις < ἀνακατώνω
πρβλ. ανεκάτωση.
ΠΑΡ. ανακατωσούρα, ανακατωσούρης].