ἀνάγνωσμα: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
(3) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[ἀνάγνωσμα]])<br /><b>1.</b> [[ανάγνωση]], [[διάβασμα]]<br /><b>2.</b> [[οτιδήποτε]] διαβάζεται (στα νεοελλ. [[κυρίως]] για λογοτεχνικά έργα)<br /><b>3.</b> <b>(Εκκλ.)</b> [[χωρίο]], [[απόσπασμα]] εκκλησιαστικού κειμένου που διαβάζεται [[κατά]] τη [[θεία]] [[λειτουργία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> επιστημονικό [[σύγγραμμα]] που εκδίδεται εν είδει προφορικών μαθημάτων<br /><b>2.</b> μυθιστορηματική [[διήγηση]] σε συνέχειες από τις στήλες περιοδικού ή εφημερίδας<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα αναγνώσματα</i><br />[[συλλογή]] λογοτεχνικών έργων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀναγιγνώσκω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αναγνωσματάριο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αναγνωσματογράφος]]]. | |mltxt=το (Α [[ἀνάγνωσμα]])<br /><b>1.</b> [[ανάγνωση]], [[διάβασμα]]<br /><b>2.</b> [[οτιδήποτε]] διαβάζεται (στα νεοελλ. [[κυρίως]] για λογοτεχνικά έργα)<br /><b>3.</b> <b>(Εκκλ.)</b> [[χωρίο]], [[απόσπασμα]] εκκλησιαστικού κειμένου που διαβάζεται [[κατά]] τη [[θεία]] [[λειτουργία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> επιστημονικό [[σύγγραμμα]] που εκδίδεται εν είδει προφορικών μαθημάτων<br /><b>2.</b> μυθιστορηματική [[διήγηση]] σε συνέχειες από τις στήλες περιοδικού ή εφημερίδας<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα αναγνώσματα</i><br />[[συλλογή]] λογοτεχνικών έργων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀναγιγνώσκω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αναγνωσματάριο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αναγνωσματογράφος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνάγνωσμα:''' -ατος, τό ([[ἀναγιγνώσκω]]), [[κείμενο]] αναγνωσμένο [[δυνατά]], [[κήρυγμα]], [[διάγγελμα]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:59, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A reading, in concrete, of a book, etc., read, D.H.1.8, Luc.VH1.2, Plu.2.328d, Orib.Fr.67 (pl.). II = ἀνάγνωσις 11, A.D.Synt.122.8, al.
German (Pape)
[Seite 184] τό, das Lesen, Vorlesen, auch das Vorgelesene selbst, Luc. V. Hist. 1, 2; ἀναγνώσματα ἱστορικά, historische Lectüre, D. Hal. 1, 8; Plut. Symp. 5, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάγνωσμα: -ατος, τό, μέρος τι συγγραφέως ἢ χωρίον ἀναγινωσκόμενον μεγαλοφώνως, Διον. Ἁλ. 1. 8 (ἔνθα κακῶς: ἀνάγνωμα), Λουκ. περὶ Ἀ. Ἱστ. 1. 2. Πλούτ. 2. 328D.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 sujet de lecture;
2 lecture.
Étymologie: ἀναγιγνώσκω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 lectura en el sent. de texto, escrito esp. en plu. ἱστορικὰ ἀ. D.H.1.8, παιδικὰ ἀ. Plu.2.35f, ἀκολάστων ἀ. Orib.Ec.66, cf. Luc.VH 1.2, Eus.PE 10.9.27, τά ἅγια ἀ. la Sagrada Escritura Origenes Princ.4.2.1, cf. Epigr.Gr.427.6
•en sg. Ὅμηρος ἦν ἀνάγνωσμα Plu.2.328d, ἥδιστον γὰρ ἦν ἀνάγνωσμα τοῦτο Ph.2.570, cf. PFlor.248.17 (III d.C.) en BL 1.154, οὐδὲ ἀ. πᾶν ἱερωμένῳ πρέπει Iul.Ep.89.301c.
2 pasaje τοῦτο μὲν ... τὸ ἀ. τῶν οὐκ ἐν μέσῳ ἐστίν Acesand.7, de las Escrituras, Ath.Al.M.26.125B.
3 en crít. text. lección, lectura A.D.Synt.122.8, 10.
Greek Monolingual
το (Α ἀνάγνωσμα)
1. ανάγνωση, διάβασμα
2. οτιδήποτε διαβάζεται (στα νεοελλ. κυρίως για λογοτεχνικά έργα)
3. (Εκκλ.) χωρίο, απόσπασμα εκκλησιαστικού κειμένου που διαβάζεται κατά τη θεία λειτουργία
νεοελλ.
1. επιστημονικό σύγγραμμα που εκδίδεται εν είδει προφορικών μαθημάτων
2. μυθιστορηματική διήγηση σε συνέχειες από τις στήλες περιοδικού ή εφημερίδας
3. στον πληθ. τα αναγνώσματα
συλλογή λογοτεχνικών έργων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναγιγνώσκω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναγνωσματάριο.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αναγνωσματογράφος].
Greek Monotonic
ἀνάγνωσμα: -ατος, τό (ἀναγιγνώσκω), κείμενο αναγνωσμένο δυνατά, κήρυγμα, διάγγελμα, σε Λουκ.