γυργαθός: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
(8)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γυργαθός]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αλιευτικό [[κοφίνι]] από [[ιτιά]]<br /><b>2.</b> [[ιστός]] της αράχνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δημώδης [[τεχνικός]] όρος με καταληκτικό [[επίθημα]] -<i>θος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κάλαθος]], [[ψίαθος]]«[[πλεξούδα]] από [[βούρλα]]»). Η λ. ανάγεται σε ΙΕ <i>ger</i>- «[[στρέφω]], [[τυλίγω]], [[πλέκω]]» με [[παρέκταση]] σε -<i>g</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[γέρρον]])].
|mltxt=[[γυργαθός]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αλιευτικό [[κοφίνι]] από [[ιτιά]]<br /><b>2.</b> [[ιστός]] της αράχνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δημώδης [[τεχνικός]] όρος με καταληκτικό [[επίθημα]] -<i>θος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κάλαθος]], [[ψίαθος]]«[[πλεξούδα]] από [[βούρλα]]»). Η λ. ανάγεται σε ΙΕ <i>ger</i>- «[[στρέφω]], [[τυλίγω]], [[πλέκω]]» με [[παρέκταση]] σε -<i>g</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[γέρρον]])].
}}
{{elnl
|elnltext=γυργαθός -οῦ, ὁ [~ γέρρον?] mandje.
}}
}}

Revision as of 12:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυργᾰθός Medium diacritics: γυργαθός Low diacritics: γυργαθός Capitals: ΓΥΡΓΑΘΟΣ
Transliteration A: gyrgathós Transliteration B: gyrgathos Transliteration C: gyrgathos Beta Code: gurgaqo/s

English (LSJ)

(on the accent v. Hdn.Gr.1.145, but γύργαθος in Mss.), ὁ,

   A wicker-basket, creel, Ar.Fr.217, Aen.Tact.18.6, Timo38, Luc. DMeretr.14.2; of the net woven by phalangia, Arist.HA555b10; cage for insane patients, Paul.Aeg.3.14: prov., γυργαθὸν φυσᾶν, of labour in vain, Aristaen.2.20:—also γυργαθόν, τό, BGU1092.29 (iv A. D.); cf. γεργαθός.

Spanish (DGE)

(γυργᾰθός) -οῦ, ὁ

• Alolema(s): γύργαθος Sud.

• Grafía: graf. γεργ- POxy.741.5 (II d.C.)
1 cestade mimbre utilizada por los vendedores en el mercado δικῶν γε γυργαθοὺς ... φέροντες parod. cóm., Ar.Fr.226, cf. Timo SHell.812, Luc.DMeretr.14.2, POxy.l.c., para el pan, Hsch.
gran redil o vallado de mimbre empleado para el transporte fluvial de cereales PBeatty Panop.2.251, 252 (III d.C.).
2 jaula para encerrar enfermos mentales, Paul.Aeg.3.14, Sud.
3 redecilla λεπτός Aen.Tact.18.6
prov. γυργαθὸν φυσᾶν del trabajo hecho en vano, Aristaenet.2.20.8, cf. Sud.
4 entom. red tejida por tarántulas, Arist.HA 555b10.

• Etimología: De *γυργαρθός forma c. red. quizá rel. γέρρον q.u.

Greek Monolingual

γυργαθός, ο (Α)
1. αλιευτικό κοφίνι από ιτιά
2. ιστός της αράχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης τεχνικός όρος με καταληκτικό επίθημα -θος (πρβλ. κάλαθος, ψίαθος«πλεξούδα από βούρλα»). Η λ. ανάγεται σε ΙΕ ger- «στρέφω, τυλίγω, πλέκω» με παρέκταση σε -g- (πρβλ. γέρρον)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυργαθός -οῦ, ὁ [~ γέρρον?] mandje.