δεῖνος: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=δεῑνος, ο (Α)<br /><b>1.</b> [[ονομασία]] για διάφορα στρογγυλά αγγεία, ποτήρια, κούπες κ.λπ.<br /><b>2.</b> [[δοχείο]] για το [[πλύσιμο]] τών ποδιών, ποδονιπτήρας<br /><b>3.</b> [[είδος]] χορού<br /><b>4.</b> το [[αλώνι]]<br /><b>5.</b> όργανο για [[κατασκευή]] ή [[επίχριση]] χαπιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Διαφορετική [[γραφή]] του [[δίνος]], που απαντά σε λογοπαίγνια με το [[δεινός]]].
|mltxt=δεῑνος, ο (Α)<br /><b>1.</b> [[ονομασία]] για διάφορα στρογγυλά αγγεία, ποτήρια, κούπες κ.λπ.<br /><b>2.</b> [[δοχείο]] για το [[πλύσιμο]] τών ποδιών, ποδονιπτήρας<br /><b>3.</b> [[είδος]] χορού<br /><b>4.</b> το [[αλώνι]]<br /><b>5.</b> όργανο για [[κατασκευή]] ή [[επίχριση]] χαπιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Διαφορετική [[γραφή]] του [[δίνος]], που απαντά σε λογοπαίγνια με το [[δεινός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δεῖνος:''' γεν. του [[δεῖνα]], βλ. αυτ.
}}
}}

Revision as of 22:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεῖνος Medium diacritics: δεῖνος Low diacritics: δείνος Capitals: ΔΕΙΝΟΣ
Transliteration A: deînos Transliteration B: deinos Transliteration C: deinos Beta Code: dei=nos

English (LSJ)

(A), gen. of δεῖνα (q.v.).
δεῖνος (B), ὁ,

   A = δῖνος, a name for different round vessels, Stratt. 34, Dionys.Com.5, etc.: Cyren., = ποδανιπτήρ, Philet. ap. Ath.11.467d.    II a dance, Apolloph.1.    III threshing-floor, Telesilla 7.    IV instrument for making or gilding pills, Schwyzer 182a.3 (Gortyn, v/iv B.C.).

German (Pape)

[Seite 539] ὁ, v. l. für δῖνος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

δεῖνος: γεν. τοῦ δεῖνα, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

2gén. de δεῖνα.

Spanish (DGE)

v. δεῖνα, δῖνος.

Greek Monolingual

δεῑνος, ο (Α)
1. ονομασία για διάφορα στρογγυλά αγγεία, ποτήρια, κούπες κ.λπ.
2. δοχείο για το πλύσιμο τών ποδιών, ποδονιπτήρας
3. είδος χορού
4. το αλώνι
5. όργανο για κατασκευή ή επίχριση χαπιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαφορετική γραφή του δίνος, που απαντά σε λογοπαίγνια με το δεινός].

Greek Monotonic

δεῖνος: γεν. του δεῖνα, βλ. αυτ.