γλυκύδακρυς: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
(8) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γλυκύδακρυς]], -υ (Α)<br />αυτός που φέρνει στα μάτια [[γλυκά]] δάκρυα («[[γλυκύδακρυς]] Ἔρως»). | |mltxt=[[γλυκύδακρυς]], -υ (Α)<br />αυτός που φέρνει στα μάτια [[γλυκά]] δάκρυα («[[γλυκύδακρυς]] Ἔρως»). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γλῠκύδακρυς:''' -υ ([[δάκρυ]]), αυτός που προκαλεί γλυκά δάκρυα, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:32, 30 December 2018
English (LSJ)
υ,
A shedding sweet tears, Ἔρως AP7.419 (Mel.), 12.167 (Id.).
Greek (Liddell-Scott)
γλῠκύδακρυς: υ, ὁ γλυκέα δάκρυα κινῶν, ἔρως Ἀνθ. Π. 7. 419., 12. 167.
Spanish (DGE)
(γλῠκύδακρυς) -υ
• Prosodia: [-ῠ-]
que hace derramar dulces lágrimas Ἔρως AP 7.419, 12.167 (Mel.).
Greek Monolingual
γλυκύδακρυς, -υ (Α)
αυτός που φέρνει στα μάτια γλυκά δάκρυα («γλυκύδακρυς Ἔρως»).
Greek Monotonic
γλῠκύδακρυς: -υ (δάκρυ), αυτός που προκαλεί γλυκά δάκρυα, σε Ανθ.