γυιοβόρος: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γυιοβόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που κατατρώει τα [[μέλη]] του σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γυίον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βόρος</i> (<b>βλ. λ.</b> [[βορά]]) (<b>[[πρβλ]].</b> [[αιμοβόρος]], [[κουροβόρος]], [[κρεοβόρος]])].
|mltxt=[[γυιοβόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που κατατρώει τα [[μέλη]] του σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γυίον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βόρος</i> (<b>βλ. λ.</b> [[βορά]]) (<b>[[πρβλ]].</b> [[αιμοβόρος]], [[κουροβόρος]], [[κρεοβόρος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γυιοβόρος:''' -ον (βι-βρώσκω), αυτός που κατατρώγει τα [[μέλη]], σε Ησίοδ.
}}
}}

Revision as of 18:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυιοβόρος Medium diacritics: γυιοβόρος Low diacritics: γυιοβόρος Capitals: ΓΥΙΟΒΟΡΟΣ
Transliteration A: gyiobóros Transliteration B: guioboros Transliteration C: gyiovoros Beta Code: guiobo/ros

English (LSJ)

ον,

   A gnawing the limbs, eating, μελεδῶναι (v.l. γυιοκόρος, dub. sens.) Hes.Op.66; πῦρ AP9.443 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 508] Glieder fressend, abzehrend, μελεδῶναι Hes. O. 66; Sp., λιμός, φροντίς, Paul. Sil. 7. 10 (V, 255. 264).

Greek (Liddell-Scott)

γυιοβόρος: -ον, ὁ τὰ μέλη καταβιβρώσκων, μελεδῶναι (διάφ· γραφ. γυιοκόρος, μετ᾿ ἀμφιβόλου σημασίας), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 66· πῦρ Ἀνθ. Π. 9. 443.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dévore les membres.
Étymologie: γυῖον, βιβρώσκω.

Spanish (DGE)

-ον
que devora los miembros μύωψ Nonn.D.3.273, ἑλίκαι Nonn.D.9.264, σπινθήρ Nonn.D.48.59, νοῦσοι Nonn.Par.Eu.Io.3.14, μάστιξ Nonn.Par.Eu.Io.11.3
fig. μελεδῶναι Hes.Op.66, cf. Opp.H.1.302, esp. ref. al amor βέλη AP 5.234 (Paul.Sil.), cf. 255.11, φροντίς AP 5.264 (Paul.Sil.), πῦρ AP 9.443 (Paul.Sil.).

Greek Monolingual

γυιοβόρος, -ον (Α)
αυτός που κατατρώει τα μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + -βόρος (βλ. λ. βορά) (πρβλ. αιμοβόρος, κουροβόρος, κρεοβόρος)].

Greek Monotonic

γυιοβόρος: -ον (βι-βρώσκω), αυτός που κατατρώγει τα μέλη, σε Ησίοδ.