δοξάριον: Difference between revisions

From LSJ

ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμίαaccordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)

Source
(9)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δοξάριον]], το (Α)<br /><b>1.</b> ανάξια λόγου τιμητική [[διάκριση]], ασήμαντο [[αξίωμα]]<br /><b>2.</b> ασήμαντη [[δοξασία]], [[θεωρία]], [[διδασκαλία]].
|mltxt=[[δοξάριον]], το (Α)<br /><b>1.</b> ανάξια λόγου τιμητική [[διάκριση]], ασήμαντο [[αξίωμα]]<br /><b>2.</b> ασήμαντη [[δοξασία]], [[θεωρία]], [[διδασκαλία]].
}}
{{elru
|elrutext='''δοξάριον:''' τό небольшая или жалкая слава Isocr., Luc.
}}
}}

Revision as of 18:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοξάριον Medium diacritics: δοξάριον Low diacritics: δοξάριον Capitals: ΔΟΞΑΡΙΟΝ
Transliteration A: doxárion Transliteration B: doxarion Transliteration C: doksarion Beta Code: doca/rion

English (LSJ)

τό, Dim. of δόξα, Arr.Epict.2.22.11, Luc.Peregr.8.

German (Pape)

[Seite 657] τό, dim. von δόξα, kleiner, nichtiger Ruhm; Isocr. ep. 10, 1; Luc. D. M. 15, 2.

Greek (Liddell-Scott)

δοξάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ δόξα, Λατ. gloriola, Ἰσοκρ. Ἐπ. 10, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 22, 11.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite gloire, gloriole.
Étymologie: δόξα.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 honor, dignidad o cargo de poca importancia pero valorado por vanidad βάλε κορασίδιον ...· ἂν δὲ, δ. Arr.Epict.2.22.11, cf. 1.18.22, Epict.Ench.18, c. marcado matiz peyor. τὸ δύστηνον ἐκεῖνο δ. προετίμων τοῦ βίου Luc.DMort.26.2, cf. Peregr.8, τὸ δοξάριον τοῦ κόσμου τούτου la vanagloria de este mundo Isid.Pel.M.78.1640, δοξάρια κοσμικὰ καὶ ἡ ἑτέρα ἐξιτηλία Cyr.Al.M.69.949B, cf. Gr.Naz.Ep.178.10, M.37.844A, Origenes Cels.3.9.
2 opinión c. matiz despect. τὰ τῶν ἀνοσίων αἱρετικῶν δοξάρια Cyr.Al.M.69.280C, ἀπόπτυστα δοξάρια Cyr.Al.Ep.50.21.

Greek Monolingual

δοξάριον, το (Α)
1. ανάξια λόγου τιμητική διάκριση, ασήμαντο αξίωμα
2. ασήμαντη δοξασία, θεωρία, διδασκαλία.

Russian (Dvoretsky)

δοξάριον: τό небольшая или жалкая слава Isocr., Luc.