δυσκατάλλακτος: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(10) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσκατάλλακτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα συνδιαλλάσσεται<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δυσκατάλλακτον</i><br />η [[δυσκολία]] στη [[συνδιαλλαγή]]. | |mltxt=[[δυσκατάλλακτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα συνδιαλλάσσεται<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δυσκατάλλακτον</i><br />η [[δυσκολία]] στη [[συνδιαλλαγή]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσκατάλλακτος:''' трудно поддающийся уговорам, непримиримый (δυσμενὴς καὶ δ. Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hard to reconcile, Plu.2.13d, Ath. 14.625b.
German (Pape)
[Seite 682] schwer auszusöhnen od. zu begütigen, Ath. XIV, 625 b.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκατάλλακτος: -ον, δυσδιάλλακτος, δυσκόλως συνδιαλλαττόμενος, Πλούτ. 2. 13D, Ἀθήν. 625Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont on ne peut changer les dispositions, intraitable.
Étymologie: δυσ-, καταλλάσσω.
Spanish (DGE)
-ον
reacio a la reconciliación θυμοῦ πλήρεις, δυσκατάλλακτοι, φιλόνεικοι Ath.625b, cf. Eust.55.30
•neutr. subst. τὸ δ. la poca predisposición a la reconciliación τό γε δυσμενὲς καὶ τὸ δ. Plu.2.13d.
Greek Monolingual
δυσκατάλλακτος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα συνδιαλλάσσεται
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσκατάλλακτον
η δυσκολία στη συνδιαλλαγή.
Russian (Dvoretsky)
δυσκατάλλακτος: трудно поддающийся уговорам, непримиримый (δυσμενὴς καὶ δ. Plut.).