εἱρμός: Difference between revisions
(10) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[εἱρμός]])<br />[[λογική]] [[σύνδεση]] νοημάτων, [[λογική]] [[σειρά]] του λόγου<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />το πρώτο τροπάριο καθεμιάς από τις [[εννέα]] ωδές του κανόνος ο [[οποίος]] ψάλλεται στην [[ακολουθία]] του όρθρου. | |mltxt=ο (AM [[εἱρμός]])<br />[[λογική]] [[σύνδεση]] νοημάτων, [[λογική]] [[σειρά]] του λόγου<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />το πρώτο τροπάριο καθεμιάς από τις [[εννέα]] ωδές του κανόνος ο [[οποίος]] ψάλλεται στην [[ακολουθία]] του όρθρου. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εἱρμός:''' ὁ [[εἴρω]] I] сплетение, сцепление (ἡ τοῦ εἱρμοῦ [[τάξις]] Arst.; αἰτιῶν Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, (εἴρω A)
A train, series, sequence, Arist.Pr.916a31, Ph.1.6, Plot.3.1.2, etc.; εἱ. αἰτιῶν concatenation of causes, Placit.1.28.4, cf. Iamb. ap. Stob.1.5.17; so εἱρμός alone, Chrysipp.Stoic.2.284, cf. Hierocl.in CA11p.442M. 2 connexion, εἱ. λόγου πρὸς βίον Ph. 1.569.
German (Pape)
[Seite 735] ὁ, die Verbindung, Reihe, Cic. de divin. 1, 53; αἰτιῶν Plut. plac. phil. 1, 28.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 sucesión, secuencia cronológica de cosas o acciones dispuestas en serie ἡ τοῦ εἱρμοῦ τάξις Arist.Pr.916a31, τάξις δ' ἀκολουθία καὶ εἱ. ἐστι προηγουμένων τινῶν καὶ ἑπομένων Ph.1.6, τῶν γενεῶν Epiph.Const.Haer.39.8.2, οἱ πάντες εἱρμῷ τοῦ ... ἐπισκόπου ... διελάλησαν todos hablaron a continuación del obispo uno tras otro, CChalc.(451) Act.2.96 (p.34).
2 encadenamiento, concatenación lógica de acciones o elementos sucesivos dependientes unos de otros, esp. en la fil. estoica εἱ. αἰτιῶν concatenación de causas frec. como etim. de εἱμαρμένη Chrysipp.Stoic.2.265, 266, cf. Eus.PE 6.6.58, Plot.3.1.2, Sallust.9, Iambl. en Stob.1.5.17, Alex.Aphr.Fat.43.10, φύσεως εἱ. καὶ πραγμάτων συνηρτημένη ἀκολουθία el encadenamiento de la naturaleza y la estrecha sucesión de los hechos Ph.2.509, cf. Aristid.Quint.133.3, τῶν φαντασιῶν M.Ant.3.4.2, cf. Gr.Nyss.Hom.in Cant.53.15, τὰ τούτοις ἐφεξῆς καθ' εἱρμὸν ἑπόμενα Athenag.Res.1.2, ὁ εἱ. τῆς ἱστορίας el encadenamiento (lógico) de la historia, la coherencia de la historia Didym.Gen.84.17, cf. Chrys.M.56.529.
3 unión, ligazón εἱ. λόγου πρὸς βίον καὶ βίου πρὸς λόγον Ph.1.569, de dos κῶλα en la frase, Demetr.Eloc.182, de un episodio con otro, Sch.Er.Il.2.877b, cf. Sch.Pi.N.2.1d.
Greek Monolingual
ο (AM εἱρμός)
λογική σύνδεση νοημάτων, λογική σειρά του λόγου
μσν.- νεοελλ.
το πρώτο τροπάριο καθεμιάς από τις εννέα ωδές του κανόνος ο οποίος ψάλλεται στην ακολουθία του όρθρου.
Russian (Dvoretsky)
εἱρμός: ὁ εἴρω I] сплетение, сцепление (ἡ τοῦ εἱρμοῦ τάξις Arst.; αἰτιῶν Plut.).