ἔδεθλον: Difference between revisions

From LSJ

ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone

Source
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔδεθλον]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[θεμέλιο]], [[βάση]]<br /><b>2.</b> [[οίκημα]], [[ιερό]] [[οίκημα]], [[ναός]]<br /><b>3.</b> [[περιοχή]], [[έκταση]] γης.
|mltxt=[[ἔδεθλον]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[θεμέλιο]], [[βάση]]<br /><b>2.</b> [[οίκημα]], [[ιερό]] [[οίκημα]], [[ναός]]<br /><b>3.</b> [[περιοχή]], [[έκταση]] γης.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔδεθλον:''' τό ([[ἕδος]]), [[κάθισμα]], [[θέση]], [[κατοικία]], [[διαμονή]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 19:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔδεθλον Medium diacritics: ἔδεθλον Low diacritics: έδεθλον Capitals: ΕΔΕΘΛΟΝ
Transliteration A: édethlon Transliteration B: edethlon Transliteration C: edethlon Beta Code: e)/deqlon

English (LSJ)

τό,

   A = ἔδαφος, Antim.28, Call.Ap.73, Lyc.987, A.R.4.331; τὰ χρυσόπαστα δ' ἔδεθλα should be read (with Auratus) in A.Ag.776 for ἐσθλά.    II precinct, shrine, SIG364.21 (Ephesus, iii B. C.); τόδε νάσω ἔ. Epigr.Gr.978.9 (Philae).

German (Pape)

[Seite 715] τό, Grund, Grundlage, bes. Tempel; Δήμητρος Antimach. 17; Paus. 8, 25, 4; Ap. Rh. 4, 330.

Greek (Liddell-Scott)

ἔδεθλον: τό, = ἔδαφος, Ἀντιμ. Ἀποσπ. 87, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 331· τόδε νάσω ἔδ. Συλλογ. Ἐπιγρ. 4923. 9· τὰ χρυσόπαστα δ’ ἔδεθλα, πρέπει νὰ ἀναγνωσθῇ κατὰ τὸν Αὐρᾶτον (Auratus) ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 776 ἀντὶ ἐσθλά.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
fondement d’un temple ; temple.
Étymologie: ἕδος.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 morada, sede χρυσόπαστα ... ἔδεθλα A.A.776, cf. Antim.33, Call.Ap.72, Lyc.987, Nonn.Par.Eu.Io.2.23, Eudoc.Cypr.2.23, ἱερὸν ἔ. recinto sagrado A.R.4.331
templo, santuario de Ártemis en Éfeso IEphesos 4.21 (III a.C.), de Isis en File IPh.142.9 (I a.C.).
2 tierra, lugar ἀφνειὸν ἔδεθλον D.P.356.

• Etimología: De *sed- c. suf. -εθλον y disim. de aspiración.

Greek Monolingual

ἔδεθλον, το (Α)
1. θεμέλιο, βάση
2. οίκημα, ιερό οίκημα, ναός
3. περιοχή, έκταση γης.

Greek Monotonic

ἔδεθλον: τό (ἕδος), κάθισμα, θέση, κατοικία, διαμονή, σε Αισχύλ.