δυσπόριστος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each

Source
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσπόριστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[δύσπορος]]<br /><b>2.</b> [[δύσκολος]].
|mltxt=[[δυσπόριστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[δύσπορος]]<br /><b>2.</b> [[δύσκολος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσπόριστος:''' -ον ([[πορίζω]]), αυτός που αποκτιέται με [[πολύ]] κόπο· <i>τὸ δ</i>., [[δυσκολία]] απόκτησης, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 21:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπόριστος Medium diacritics: δυσπόριστος Low diacritics: δυσπόριστος Capitals: ΔΥΣΠΟΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: dyspóristos Transliteration B: dysporistos Transliteration C: dysporistos Beta Code: duspo/ristos

English (LSJ)

ον,

   A hard to come by or procure, opp. εὐπ., Epicur. Ep.3p.63U., cf. Phld.Herc.1251.12, D.H.1.37, D.Chr.7.152, Muson. Fr.18A p.94 H., Plu.2.156f; σχήματα Alex.Fig.1.1; δ. ἡ ἀρετὴ τοῦ σωφρονεῖν J.AJ19.2.5; τὸ δ. difficulty of getting, τῶν ἀναγκαίων Ph.1.19, cf. Plu.Sol.23.

German (Pape)

[Seite 687] schwer zu verschaffen, D. Hal. 1, 37 u. Sp.; τὸ δ., die Schwierigkeit etwas anzuschaffen, Plut. Sol. 23.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπόριστος: -ον, ὁ διὰ πολλοῦ κόπου ποριζόμενος, Διον. Ἁλ. 1. 37, Πλούτ. 2. 156F· τὸ δ., δυσκολία περὶ τὸ κτήσασθαι, Πλούτ. Σόλ. 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on se procure difficilement ; τὸ δυσπόριστον le manque.
Étymologie: δυσ-, πορίζω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de cosas difícil de adquirir o conseguir, escaso de materiales de construcción, D.H.1.37, τροφή Corn.ND 28, Muson.18A (p.112), Ast.Am.Hom.9.9.3, de manjares, Plu.2.125a, de plantas medicinales, Gal.13.638, Paul.Aeg.3.78.24, c. dat. τὸ νέκταρ αὐτῷ δυσπόριστον Plu.2.156f, δ. ψηφίς piedra preciosa difícil de encontrar Soz.HE proem.2
de abstr. difícil de lograr o conseguir en la ética epicúrea τὸ μὲν φυσικὸν πᾶν εὐπόριστόν ἐστι, τὸ δὲ κενὸν δυσπόριστον Epicur.Ep.[4] 130, cf. Luc.Cyn.8, Clem.Al.Strom.4.23.149, στερήσε[ις] ἐνίων ὡς δυσπορίστων privaciones de algunas cosas por ser difíciles de conseguir Phld.Elect.12.10, cf. Epicur.Sent.[5] 26, Diog.Oen.NF 131.6
gener. ἡ ἀρετὴ τοῦ σωφρονεῖν I.AI 19.210, τὸ τῶν ἡδονῶν εἶδος D.Chr.7.152, τὰ δ' (ζητούμενα) ὑπὸ τῆς ψυχῆς ... δυσπόριστα Diog.Oen.2.2.1
neutr. subst. τὸ δ. dificultad de conseguir, escasez c. gen. τῶν ἀναγκαίων Ph.1.19, cf. Plu.Sol.23, Porph.Abst.2.13.
2 fig. difícil de captar λήμματα Plu.Lys.25, c. dat. τῷ πλήθει δ. ... σχήματα Alex.Fig.1.1.
II adv. -ως con dificultades para conseguir fig. δ. ἔχειν περὶ τὴν τῶν ἐξαιρέτων ἀπόδειξιν Pall.V.Chrys.1.55, cf. Eust.Pind.4.

Greek Monolingual

δυσπόριστος, -ον (Α)
1. δύσπορος
2. δύσκολος.

Greek Monotonic

δυσπόριστος: -ον (πορίζω), αυτός που αποκτιέται με πολύ κόπο· τὸ δ., δυσκολία απόκτησης, σε Πλούτ.