δωδεκάμηνος: Difference between revisions

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
(10)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δωδεκάμηνος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί [[δώδεκα]] μήνες<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[ηλικία]] [[δώδεκα]] μηνών<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δωδεκάμηνο</i>(<i>ν</i>)<br />χρονική [[περίοδος]] ενός έτους.
|mltxt=-η, -ο (AM [[δωδεκάμηνος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί [[δώδεκα]] μήνες<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[ηλικία]] [[δώδεκα]] μηνών<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δωδεκάμηνο</i>(<i>ν</i>)<br />χρονική [[περίοδος]] ενός έτους.
}}
{{elnl
|elnltext=δωδεκάμηνος -ον, ook δυωδεκάμηνος [δώδεκα, μήν] van twaalf maanden.
}}
}}

Revision as of 10:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωδεκάμηνος Medium diacritics: δωδεκάμηνος Low diacritics: δωδεκάμηνος Capitals: ΔΩΔΕΚΑΜΗΝΟΣ
Transliteration A: dōdekámēnos Transliteration B: dōdekamēnos Transliteration C: dodekaminos Beta Code: dwdeka/mhnos

English (LSJ)

ον,

   A of twelve months, τέλος Pi.N.11.10 (but δυω- codd.): -μηνον, τό, year, Thd.Da.4.26, POxy.506.15 (ii A.D.):—poet. δυωδεκάμ-, twelve months old, Hes.Op.752.

German (Pape)

[Seite 693] von zwölf Monaten, τέλος, Pind. N. 11, 10; poet. δυωδ., Hes. O. 750; δυοκαιδ., Soph. Tr. 645.

Greek (Liddell-Scott)

δωδεκάμηνος: -ον, ἐκ δώδεκα μηνῶν ἀποτελούμενος, τέλος Πίνδ. Ν. 11. 11· ποιητ. δυωδεκάμ-, ἔχων ἡλικίαν δώδεκα μηνῶν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 750.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de douze mois.
Étymologie: δώδεκα, μήν².

English (Slater)

δωδεκᾰμηνος
   1 for twelve months, annual ἀλλὰ σὺν δόξᾳ τέλος δωδεκάμηνον περᾶσαί νιν ἀτρώτῳ κραδίᾳ (Er. Schmid: δυωδ- codd.: τὴν πρυτανείαν. Σ) (N. 11.10)

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): δυω- Hes.Op.752, Nonn.D.38.114, 40.372
1 de doce meses παῖς Hes.l.c., τέλος Pi.N.11.10, δωδεκαμήνων ὄντων τῶν ἐνιαυτῶν D.S.1.26, λυκάβας Nonn.ll.cc.
2 subst. ἡ δ. periodo de doce meses LXX Da.4.29θ, PPetr.3.134.4, UPZ 112.1.2 (ambos III a.C.), PVindob.Salomons 11.13, POxy.506.15 (ambos II d.C.).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δωδεκάμηνος, -ον)
1. αυτός που διαρκεί δώδεκα μήνες
2. αυτός που έχει ηλικία δώδεκα μηνών
3. το ουδ. ως ουσ. το δωδεκάμηνο(ν)
χρονική περίοδος ενός έτους.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δωδεκάμηνος -ον, ook δυωδεκάμηνος [δώδεκα, μήν] van twaalf maanden.