δυσκαμπής: Difference between revisions
Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch
(10) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσκαμπής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[δύσκαμπτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα καταβάλλεται, ο [[δυσήνιος]]. | |mltxt=[[δυσκαμπής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[δύσκαμπτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα καταβάλλεται, ο [[δυσήνιος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσκαμπής:''' с трудом сгибающийся, негибкий (δ. καὶ [[σκληρός]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A hard to bend, Plu.2.650d, Aret.SD2.3: Comp., Sabin. ap. Orib.9.19.2.
German (Pape)
[Seite 682] ές, unbiegsam; νεῦρα Plut. de prim. frigid. 18; φωνή Poll. 2, 117; ἵππος 1, 219.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκαμπής: -ές, δύσκαμπτος, Πλούτ. 2, 650D, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 3.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
difficile à courber.
Étymologie: δυσ-, κάμπτω.
Spanish (DGE)
-ές
1 difícil de doblar, rígido de partes del cuerpo ποιεῖ δὲ καὶ νεῦρα δυσκαμπῆ ... τὸ ἄγαν ψῦχος Plu.2.953d, βλέφαρα Gal.3.811, 7.260, ῥάχις Archig. en Aët.11.4, de pers. κατὰ ῥάχιν δ. Aret.SD 2.3.5, cf. Gal.6.199
•subst. τὸ δ. rigidez τὸ δ. αὐτῶν (τῶν γερόντων) Plu.2.650d, plu. τὰ δυσκαμπῆ las partes rígidas Gal.9.325.
2 poco flexible de árboles, Sabin. en Orib.9.19.2, κέδρος Basil.M.29.293B
•fig. inflexible, difícil de inclinarse γόνυ Chrys.M.64.24
•neutr. subst. τὸ δ. πρὸς τὴν ἀρετὴν τοῦ ἡγεμονικοῦ Origenes Fr.in Ps.106.16.
Greek Monolingual
δυσκαμπής, -ές (Α)
1. δύσκαμπτος
2. αυτός που δύσκολα καταβάλλεται, ο δυσήνιος.
Russian (Dvoretsky)
δυσκαμπής: с трудом сгибающийся, негибкий (δ. καὶ σκληρός Plut.).