ἐμπέραμος: Difference between revisions

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐμπέραμος]] και [[ἐμπείραμος]], -ον (Α)<br />[[έμπειρος]].
|mltxt=[[ἐμπέραμος]] και [[ἐμπείραμος]], -ον (Α)<br />[[έμπειρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπέρᾰμος:''' -ον, = [[ἔμπειρος]], [[επιδέξιος]], [[έμπειρος]], [[ικανός]] στη [[χρήση]] ενός πράγματος, με γεν., σε Ανθ.· επίσης, ἐμπείρᾰμος, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 22:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπέρᾰμος Medium diacritics: ἐμπέραμος Low diacritics: εμπέραμος Capitals: ΕΜΠΕΡΑΜΟΣ
Transliteration A: empéramos Transliteration B: emperamos Transliteration C: emperamos Beta Code: e)mpe/ramos

English (LSJ)

ον,= ἔμπειρος,

   A skilled in the use of, νηῶν Call.Jov.71; πάσης ἐ. σοφίης IG14.1957, cf.888 (Suessa), Arch.Anz.1904.8 (Milet.): abs., ἐμπέραμος φώς Androm. ap. Gal.14.37:—also ἐμπείρᾰμος, Lyc. 1196, Man.4.536, AP10.14 (Agath.), Nonn.D.39.181. Adv. ἐμπεράμως Call.Lav.Pall.25.

German (Pape)

[Seite 812] = ἐμπείραμος; τινός, Call. Iov. 71; σοφίης Ep. ad. 715. 681 (App. 310. 354). – Adv., Call. lav. Pall. 25.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπέρᾰμος: -ον, = ἔμπειρος, ἔμπειρος ἐν τῇ χρήσει, νηῶν Καλλ. εἰς Δία 71· πάσης ἐμπ. σοφίης Ἀνθ. Π. παράρτ. 310, προλ. 354· ὡσαύτως ἐμπείρᾰμος Λυκόφρ. 1196, Ἀνθ. Π. 10. 14, Μανέθων, κλ.: - Ἐπίρρ. ἐμπεράμως, Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 25. Μετεγενεστέρα ποιητ. λέξις.

French (Bailly abrégé)

c. ἐμπείραμος.

Spanish (DGE)

(ἐμπέρᾰμος) -ον

• Alolema(s): ἐμπειρ- IPerinthos 214.1 (I/II d.C.), Lyc.1196, Man.4.536, AP 10.14 (Agath.), Nonn.D.39.181
1 experto, experimentado, buen conocedor c. gen. νεῶν Call.Iou.71, cf. AP l.c., Εἰαονίης ἐ. σοφίης IG 14.888 (Campania III d.C.), παῖδα ... γυμνασίων ἐμπείραμον Ἑρμάωνος IPerinthos l.c., πάλης Lyc.l.c., ὑσμίνης Nonn.l.c., δημοσίων τελέων ἐμπείραμον ἦθος ἔχοντες Man.l.c., abs. φώς Androm.77
subst. οἱ ἐμπέραμοι hombres diestros en su oficio Orác. en Milet 6(2).935.9 (II/III d.C.).
2 adv. -ως de modo experto ἐτρίψατο Call.Lau.Pall.25.

Greek Monolingual

ἐμπέραμος και ἐμπείραμος, -ον (Α)
έμπειρος.

Greek Monotonic

ἐμπέρᾰμος: -ον, = ἔμπειρος, επιδέξιος, έμπειρος, ικανός στη χρήση ενός πράγματος, με γεν., σε Ανθ.· επίσης, ἐμπείρᾰμος, στον ίδ.