ἐκσκευάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men

Source
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκσκευάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[απογυμνώνω]] από τα σκεύη και τα εργαλεία («ἡ [[γεωργία]] ἐξεσκευάσθη», Δημ.)<br /><b>2.</b> [[διαρπάζω]], [[λεηλατώ]]<br /><b>3.</b> <b>μεσ.</b> [[μεταφέρω]], [[διακομίζω]].
|mltxt=[[ἐκσκευάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[απογυμνώνω]] από τα σκεύη και τα εργαλεία («ἡ [[γεωργία]] ἐξεσκευάσθη», Δημ.)<br /><b>2.</b> [[διαρπάζω]], [[λεηλατώ]]<br /><b>3.</b> <b>μεσ.</b> [[μεταφέρω]], [[διακομίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκσκευάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[απογυμνώνω]] από εργαλεία κι άλλα σύνεργα, σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 22:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκσκευάζω Medium diacritics: ἐκσκευάζω Low diacritics: εκσκευάζω Capitals: ΕΚΣΚΕΥΑΖΩ
Transliteration A: ekskeuázō Transliteration B: ekskeuazō Transliteration C: ekskevazo Beta Code: e)kskeua/zw

English (LSJ)

   A disfurnish of tools and implements, ἡ γεωργία ἐξεσκευάσθη D.30.30 :—Med., carry away with one, χρήματα εἰς Σοῦσα Str.15.3.9 ; plunder, οἴκους J.BJ4.7.2 :—Pass., ἐξεσκευασμένος f.l. for ἐν-, Plu.Cleom.37.

German (Pape)

[Seite 778] Geräthe wegschaffen; ἡ γεωργία ἐξεσκευάσθη, wurde der Geräthschaften beraubt, Dem. 30, 30; im med., Strab. XV p. 730.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκσκευάζω: ἀπογυμνῶ τῶν σκευῶν καὶ ἐργαλείων, ἡ γεωργία ἐξεσκευάσθη Δημ. 872. 11. - Μέσ., μετακομίζω, πάντα δὲ τὰ ἐν Περσίδι χρήματα ἐξεσκευάσατο εἰς τὰ Σοῦσα Στράβων 730.

French (Bailly abrégé)

enlever le mobilier ou les instruments ; Pass. être pillé;
Moy. ἐκσκευάζομαι enlever et transporter avec soi (son mobilier, sa fortune, etc.).
Étymologie: ἐκ, σκευάζω.

Spanish (DGE)

1 privar de aperos en v. pas. ἡ γεωργία ἐξεσκευάσθη D.30.30.
2 en v. med. llevarse χρήματα εἰς τὰ Σοῦσα Str.15.3.9
saquear οἴκους I.BI 4.404.

Greek Monolingual

ἐκσκευάζω (Α)
1. απογυμνώνω από τα σκεύη και τα εργαλεία («ἡ γεωργία ἐξεσκευάσθη», Δημ.)
2. διαρπάζω, λεηλατώ
3. μεσ. μεταφέρω, διακομίζω.

Greek Monotonic

ἐκσκευάζω: μέλ. -σω, απογυμνώνω από εργαλεία κι άλλα σύνεργα, σε Δημ.