ἐμφανιστικός: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἀφ' ἱερᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort

Source
(11)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐμφανιστικός]], -ή, -όν)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δηλωτικός]], [[βεβαιωτικός]]<br /><b>2.</b> [[εκφραστικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐμφανιστικόν</i><br />α) η [[ιδιότητα]] ενός ονόματος ή γενικώς λέξεως να έχει ολοφάνερη [[σημασία]]<br />β) χρηματική [[καταβολή]] με την [[κατάθεση]] μηνύσεως<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ἐμφανιστικά</i><br />[[εμφανίσιμα]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐμφανιστικός]], -ή, -όν)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δηλωτικός]], [[βεβαιωτικός]]<br /><b>2.</b> [[εκφραστικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐμφανιστικόν</i><br />α) η [[ιδιότητα]] ενός ονόματος ή γενικώς λέξεως να έχει ολοφάνερη [[σημασία]]<br />β) χρηματική [[καταβολή]] με την [[κατάθεση]] μηνύσεως<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ἐμφανιστικά</i><br />[[εμφανίσιμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμφᾰνιστικός:''' показывающий, доказывающий (διὰ προγιγνωσκομένων Plat.).
}}
}}

Revision as of 19:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμφανιστικός Medium diacritics: ἐμφανιστικός Low diacritics: εμφανιστικός Capitals: ΕΜΦΑΝΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: emphanistikós Transliteration B: emphanistikos Transliteration C: emfanistikos Beta Code: e)mfanistiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A declaratory, λόγος Pl.Def.414e; expressive, Longin.31.1 (Comp.): c. gen., Porph. ap. Eus.PE3.11, Dam.Pr.350; τὸ -κὸν αὐτόθεν ἔχειν, of names which carry their own meaning, Ptol.Tetr.34.    II v. ἐμφανίσιμα.    2 -κόν, τό, deposit paid on laying an information, PMasp.89.5 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 819] ή, όν, kundmachend, erklärend; Plat. defin. 414 e; Longin. 31, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμφᾰνιστικός: -ή, -όν, ἐνδεικτικός, δηλωτικός, λόγος ἐμφανιστικὸς διὰ προγινωσκομένων Πλάτ. Ὅροι 414Ε· ἐκφραστικός, Λογγῖνος π. Ὕψ. 81. 1.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1demostrativo λόγος Pl.Def.414e.
2 significativo, indicativo ὁ ἰδιωτισμὸς ... παρὰ πολὺ ἐμφανιστικώτερον Longin.31.1, c. gen. τῆς ἰσχύος Porph.Fr.359.33, cf. Dam.in Prm.350 (p.143), S.E.M.1.105
subst. τὸ ἐ. el significado τό τε αἴτιον καὶ τὸ ἐ. Ptol.Tetr.1.13.5.
II admin., subst. plu. τὰ ἐμφανιστικά tasa por la presentación de una notificación de denuncia, PMasp.32.42 (VI d.C.), Iust.Nou.56 (tít.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐμφανιστικός, -ή, -όν)
αρχ.
1. δηλωτικός, βεβαιωτικός
2. εκφραστικός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐμφανιστικόν
α) η ιδιότητα ενός ονόματος ή γενικώς λέξεως να έχει ολοφάνερη σημασία
β) χρηματική καταβολή με την κατάθεση μηνύσεως
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ἐμφανιστικά
εμφανίσιμα.

Russian (Dvoretsky)

ἐμφᾰνιστικός: показывающий, доказывающий (διὰ προγιγνωσκομένων Plat.).