ὠμόσιτος: Difference between revisions
Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit
(47c) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για τη [[Σφίγγα]], [[επειδή]] έτρωγε ωμές σάρκες ανθρώπων) [[ωμοφάγος]] («Σφίγγ' ὠμόσιτον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός που τρώγεται [[ωμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]]) <b>[[πρβλ]].</b> <i>φιλό</i>-<i>σιτος</i>]. | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για τη [[Σφίγγα]], [[επειδή]] έτρωγε ωμές σάρκες ανθρώπων) [[ωμοφάγος]] («Σφίγγ' ὠμόσιτον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός που τρώγεται [[ωμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]]) <b>[[πρβλ]].</b> <i>φιλό</i>-<i>σιτος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὠμόσῑτος:''' -ον, λέγεται για τη [[Σφίγγα]], αυτή που τρώει ωμές σάρκες ανθρώπων, σε Αισχύλ.· <i>χαλαὶ ὠμόσιτοι</i>, επίσης για τη [[Σφίγγα]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A eating raw meat, of the Sphinx, eating men raw, A.Th.541; χαλαί (also of the Sphinx) E.Ph.1025 (lyr.); σκύλακες Id.Ba.338. II Pass., eaten raw, Lyc.654.
Greek (Liddell-Scott)
ὠμόσῑτος: -ον, ὁ ἐσθίων ὠμὴν τροφήν, ὠμοφάγος, ἐπὶ τῆς Σφιγγός, ὡς ἐσθιούσης ὠμὰς σάρκας ἀνθρώπων, Αἰσχύλ. Θήβ. 541· χηλαῖσιν ὠμοσίτοις, ὡσαύτως ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Εὐρ. Φοίν. 1025· σκύλακες ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 338. ΙΙ. παθ., ὁ σπαραχθεὶς ὠμός, Λυκόφρ. 654.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui mange cru ; sauvage, féroce.
Étymologie: ὠμός, σῖτος.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για τη Σφίγγα, επειδή έτρωγε ωμές σάρκες ανθρώπων) ωμοφάγος («Σφίγγ' ὠμόσιτον», Αισχύλ.)
2. (με παθ. σημ.) αυτός που τρώγεται ωμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -σιτος (< σῖτος) πρβλ. φιλό-σιτος].
Greek Monotonic
ὠμόσῑτος: -ον, λέγεται για τη Σφίγγα, αυτή που τρώει ωμές σάρκες ανθρώπων, σε Αισχύλ.· χαλαὶ ὠμόσιτοι, επίσης για τη Σφίγγα, σε Ευρ.