ἐξαναπνέω: Difference between revisions

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
(12)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξαναπνέω]] (Α)<br />[[αποκτώ]] και [[πάλι]] την [[αναπνοή]] μου, [[ξαναπαίρνω]] [[ανάσα]], [[αναπνέω]] και [[πάλι]] («πρῶτον δὴ στάντες [[οἷον]] ἐξαναπνεύσωμεν», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=[[ἐξαναπνέω]] (Α)<br />[[αποκτώ]] και [[πάλι]] την [[αναπνοή]] μου, [[ξαναπαίρνω]] [[ανάσα]], [[αναπνέω]] και [[πάλι]] («πρῶτον δὴ στάντες [[οἷον]] ἐξαναπνεύσωμεν», <b>Πλάτ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξαναπνέω:''' переводить дыхание Plat.
}}
}}

Revision as of 06:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαναπνέω Medium diacritics: ἐξαναπνέω Low diacritics: εξαναπνέω Capitals: ΕΞΑΝΑΠΝΕΩ
Transliteration A: exanapnéō Transliteration B: exanapneō Transliteration C: eksanapneo Beta Code: e)canapne/w

English (LSJ)

   A recover breath, Pl.Phdr.254c, Sph.231c.

German (Pape)

[Seite 868] (s. πνέω), wieder zu Athem kommen, sich erholen; Plat. Soph. 231 c; μόγις ἐξαναπνεύσας Phaedr. 254 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαναπνέω: ἀνακτῶμαι τὴν ἀναπνοήν, ἰδίως μετά τι πάθημα, μόγις ἐξαναπνεύσας ἐλοιδόρησεν ὀργῇ Πλάτ. Φαῖδρ. 254C, Σοφ. 231C.

Spanish (DGE)

recobrar el aliento, tomar un respiro μόγις ἐξαναπνεύσας ἐλοιδόρησεν ὀργῇ Pl.Phdr.254c, πρῶτον δὴ στάντες οἷον ἐξαναπνεύσωμεν Pl.Sph.231c.

Greek Monolingual

ἐξαναπνέω (Α)
αποκτώ και πάλι την αναπνοή μου, ξαναπαίρνω ανάσα, αναπνέω και πάλι («πρῶτον δὴ στάντες οἷον ἐξαναπνεύσωμεν», Πλάτ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐξαναπνέω: переводить дыхание Plat.