αγκιστρώνω: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἀγκιστροῡμαι, -όομαι)<br /><b>1.</b> [[συλλαμβάνω]] με [[αγκίστρι]]<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]] [[δόλωμα]] σε [[αγκίστρι]]<br /><b>3.</b> [[δίνω]] σε [[κάτι]] το [[σχήμα]] αγκίστρου, [[κάμπτω]]<br /><b>4.</b> [[κρεμώ]] [[κάτι]] από [[άγκιστρο]], [[γαντζώνω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[έλκω]], [[αιχμαλωτίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τόξα) εφοδιάζομαι με βέλη 2<br />(για ψάρια) συλλαμβάνομαι με [[αγκίστρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄγκιστρον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀγκιστρωτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγκίστρωση]]].
|mltxt=(AM ἀγκιστοῦμαι, -όομαι)<br /><b>1.</b> [[συλλαμβάνω]] με [[αγκίστρι]]<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]] [[δόλωμα]] σε [[αγκίστρι]]<br /><b>3.</b> [[δίνω]] σε [[κάτι]] το [[σχήμα]] αγκίστρου, [[κάμπτω]]<br /><b>4.</b> [[κρεμώ]] [[κάτι]] από [[άγκιστρο]], [[γαντζώνω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[έλκω]], [[αιχμαλωτίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τόξα) εφοδιάζομαι με βέλη 2<br />(για ψάρια) συλλαμβάνομαι με [[αγκίστρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄγκιστρον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀγκιστρωτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγκίστρωση]]].
}}
}}

Revision as of 18:20, 24 October 2020

Greek Monolingual

(AM ἀγκιστοῦμαι, -όομαι)
1. συλλαμβάνω με αγκίστρι
2. τοποθετώ δόλωμα σε αγκίστρι
3. δίνω σε κάτι το σχήμα αγκίστρου, κάμπτω
4. κρεμώ κάτι από άγκιστρο, γαντζώνω
νεοελλ.-μσν.
έλκω, αιχμαλωτίζω
αρχ.
1. (για τόξα) εφοδιάζομαι με βέλη 2
(για ψάρια) συλλαμβάνομαι με αγκίστρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγκιστρον.
ΠΑΡ. ἀγκιστρωτός
νεοελλ.
αγκίστρωση].