αγρότης: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
(1)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (Α [[ἀγρότης]]) (θηλ. Α -ις, Ν -ισσα)<br />αυτός που ζει και εργάζεται στους αγρούς, [[χωρικός]], [[γεωργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγρός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγροτιά]], [[αγροτικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αγροτοπατέρας]]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἀγρότης]], ο (Α) (θηλ. -τις) [[ἄγρα]]<br />[[κυνηγός]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (Α [[ἀγρότης]]) (θηλ. Α -ις, Ν -ισσα)<br />αυτός που ζει και εργάζεται στους αγρούς, [[χωρικός]], [[γεωργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγρός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγροτιά]], [[αγροτικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αγροτοπατέρας]]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἀγρότης]], ο (Α) (θηλ. -τις) [[ἄγρα]]<br />[[κυνηγός]].
}}
}}

Revision as of 12:08, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ο (Α ἀγρότης) (θηλ. Α -ις, Ν -ισσα)
αυτός που ζει και εργάζεται στους αγρούς, χωρικός, γεωργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρός.
ΠΑΡ. αγροτιά, αγροτικός.
ΣΥΝΘ. αγροτοπατέρας].
(II)
ἀγρότης, ο (Α) (θηλ. -τις) ἄγρα
κυνηγός.