επεύχομαι: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(13) |
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπεύχομαι]] και κυπρ. τ. [[ὐεύχομαι]] (AM)<br />[[εύχομαι]], [[δέομαι]] για [[κάτι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[προσκυνώ]] («ἵστανται ἐπευχόμενοι τοὺς δεσπότας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ικετεύω]] (α. «καὶ ἐπεύχετο πᾱσι θεοῑσιν νοστῆσαι», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «[[δύστηνος]] αἰσὶ | |mltxt=[[ἐπεύχομαι]] και κυπρ. τ. [[ὐεύχομαι]] (AM)<br />[[εύχομαι]], [[δέομαι]] για [[κάτι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[προσκυνώ]] («ἵστανται ἐπευχόμενοι τοὺς δεσπότας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ικετεύω]] (α. «καὶ ἐπεύχετο πᾱσι θεοῑσιν νοστῆσαι», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «[[δύστηνος]] αἰσὶ κατθανεῖν ἐπηυχόμην», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εύχομαι]] να συμβεί [[κάτι]] («μηδὲν θανάτου μοῑραν ἐπεύχου τοῑσδε βαρυνθείς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[τάμα]] («ὧδ' [[ἐπεύχομαι]] θύσειν τροπαῑα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[καταριέμαι]]<br /><b>5.</b> [[υπερηφανεύομαι]], [[καυχιέμαι]] («[[Ἄργος]] πατρίδ' ἐμὴν [[ἐπεύχομαι]]» — [[καυχιέμαι]] ότι [[πατρίδα]] μου [[είναι]] το Άργος, <b>Ευρ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 20:17, 26 March 2021
Greek Monolingual
ἐπεύχομαι και κυπρ. τ. ὐεύχομαι (AM)
εύχομαι, δέομαι για κάτι
μσν.
προσκυνώ («ἵστανται ἐπευχόμενοι τοὺς δεσπότας»)
αρχ.
1. ικετεύω (α. «καὶ ἐπεύχετο πᾱσι θεοῑσιν νοστῆσαι», Ομ. Οδ.
β. «δύστηνος αἰσὶ κατθανεῖν ἐπηυχόμην», Σοφ.)
2. εύχομαι να συμβεί κάτι («μηδὲν θανάτου μοῑραν ἐπεύχου τοῑσδε βαρυνθείς», Αισχύλ.)
3. κάνω τάμα («ὧδ' ἐπεύχομαι θύσειν τροπαῑα», Αισχύλ.)
4. καταριέμαι
5. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι («Ἄργος πατρίδ' ἐμὴν ἐπεύχομαι» — καυχιέμαι ότι πατρίδα μου είναι το Άργος, Ευρ.).