ἐπιρροίβδην: Difference between revisions
From LSJ
(13) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιρροίβδην]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με ορμητική [[επίθεση]] και θόρυβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[επιρροίβδην]] [[αντί]] <i>επιρροιβδήδην</i> (<i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ροιβδηδόν]] «θορυβωδώς»), με συλλαβική [[ανομοίωση]]]. | |mltxt=[[ἐπιρροίβδην]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με ορμητική [[επίθεση]] και θόρυβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[επιρροίβδην]] [[αντί]] <i>επιρροιβδήδην</i> (<i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ροιβδηδόν]] «θορυβωδώς»), με συλλαβική [[ανομοίωση]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιρροίβδην:''' ([[ῥοῖβδος]]), επίρρ., με μανιώδη [[ορμή]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:56, 30 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A with noisy fury, E.HF860 (troch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιρροίβδην: Ἐπίρρ. ὡς τὸ ῥύδην, μετὰ ἠχηρᾶς καὶ μανιώδους ὁρμῆς, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 860.
French (Bailly abrégé)
adv.
de manière à engloutir dans un tourbillon.
Étymologie: ἐπιρροιβδέω.
Greek Monolingual
ἐπιρροίβδην (Α)
επίρρ. με ορμητική επίθεση και θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. επιρροίβδην αντί επιρροιβδήδην (επί + ροιβδηδόν «θορυβωδώς»), με συλλαβική ανομοίωση].