ελαττώνω: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382
(11)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἐλαττῶ, -όω<br />Α και ἐλασσῶ, -όω)<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] λιγότερο ή μικρότερο<br /><b>2.</b> [[μειώνω]] κάποιον, [[μειώνω]] την [[αξία]] του<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>ἐλαττοῡμαι</i><br /><b>1.</b> [[εξασθενώ]], [[γίνομαι]] [[ασθενικός]]<br /><b>2.</b> [[μειονεκτώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[βλάπτω]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. [[αφαιρώ]] [[κάτι]] από κάποιον<br /><b>2.</b> [[κόβω]], [[κονταίνω]]<br />II. <b>παθ.</b> <i>ἐλαττοῡμαι</i><br /><b>1.</b> ζημιώνομαι<br /><b>2.</b> [[παραχωρώ]] δικαιώματα, [[φαίνομαι]] [[υποχωρητικός]]<br /><b>3.</b> δεν [[ανταποκρίνομαι]] στις υποχρεώσεις μου<br /><b>4.</b> στερούμαι («ἐλασσούμενος ἄρτοις»)<br /><b>5.</b> ζημιώνομαι από [[κάτι]] («μὴ ἐλαττούμενος τοῡ κεφαλαίου καὶ τῶν τόκων»).
|mltxt=(AM ἐλαττῶ, -όω<br />Α και ἐλασσῶ, -όω)<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] λιγότερο ή μικρότερο<br /><b>2.</b> [[μειώνω]] κάποιον, [[μειώνω]] την [[αξία]] του<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>ἐλαττοῦμαι</i><br /><b>1.</b> [[εξασθενώ]], [[γίνομαι]] [[ασθενικός]]<br /><b>2.</b> [[μειονεκτώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[βλάπτω]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. [[αφαιρώ]] [[κάτι]] από κάποιον<br /><b>2.</b> [[κόβω]], [[κονταίνω]]<br />II. <b>παθ.</b> <i>ἐλαττοῦμαι</i><br /><b>1.</b> ζημιώνομαι<br /><b>2.</b> [[παραχωρώ]] δικαιώματα, [[φαίνομαι]] [[υποχωρητικός]]<br /><b>3.</b> δεν [[ανταποκρίνομαι]] στις υποχρεώσεις μου<br /><b>4.</b> στερούμαι («ἐλασσούμενος ἄρτοις»)<br /><b>5.</b> ζημιώνομαι από [[κάτι]] («μὴ ἐλαττούμενος τοῦ κεφαλαίου καὶ τῶν τόκων»).
}}
}}

Revision as of 12:30, 15 February 2019

Greek Monolingual

(AM ἐλαττῶ, -όω
Α και ἐλασσῶ, -όω)
1. καθιστώ κάτι λιγότερο ή μικρότερο
2. μειώνω κάποιον, μειώνω την αξία του
αρχ.-μσν.
ἐλαττοῦμαι
1. εξασθενώ, γίνομαι ασθενικός
2. μειονεκτώ
μσν.
βλάπτω
αρχ.
Ι. 1. αφαιρώ κάτι από κάποιον
2. κόβω, κονταίνω
II. παθ. ἐλαττοῦμαι
1. ζημιώνομαι
2. παραχωρώ δικαιώματα, φαίνομαι υποχωρητικός
3. δεν ανταποκρίνομαι στις υποχρεώσεις μου
4. στερούμαι («ἐλασσούμενος ἄρτοις»)
5. ζημιώνομαι από κάτι («μὴ ἐλαττούμενος τοῦ κεφαλαίου καὶ τῶν τόκων»).