εὐαπόβατος: Difference between revisions
From LSJ
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
(14) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐαπόβατος]], -ον (Α)<br />αυτός στον οποίο εύκολα [[κάποιος]] μπορεί να κάνει [[απόβαση]] («τὴν νῆσον εὐαποβατωτέραν οὖσαν», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>απο</i>-[[βαίνω]]]. | |mltxt=[[εὐαπόβατος]], -ον (Α)<br />αυτός στον οποίο εύκολα [[κάποιος]] μπορεί να κάνει [[απόβαση]] («τὴν νῆσον εὐαποβατωτέραν οὖσαν», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>απο</i>-[[βαίνω]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐαπόβᾰτος:''' -ον ([[ἀποβαίνω]]), αυτός που είναι [[εύκολος]] στην [[απόβαση]], [[κατάλληλος]], [[πρόσφορος]] για [[αποβίβαση]], για [[προσεδάφιση]], σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A easy to disembark on, νῆσος -ωτέρα Th.4.30.
German (Pape)
[Seite 1057] bequem zum Landen, νῆσος εὐαποβατωτέρα Thuc. 4, 30.
Greek (Liddell-Scott)
εὐαπόβατος: -ον, ἐφ’ οὗ εὔκολον εἶναι νὰ κάμῃ τις ἀπόβασιν, νῆσος εὐαποβατωτέρα Θουκ. 4. 30.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
où l’on peut facilement aborder ou débarquer;
Cp. εὐαποβατώτερος.
Étymologie: εὖ, ἀποβαίνω.
Greek Monolingual
εὐαπόβατος, -ον (Α)
αυτός στον οποίο εύκολα κάποιος μπορεί να κάνει απόβαση («τὴν νῆσον εὐαποβατωτέραν οὖσαν», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο-βαίνω].
Greek Monotonic
εὐαπόβᾰτος: -ον (ἀποβαίνω), αυτός που είναι εύκολος στην απόβαση, κατάλληλος, πρόσφορος για αποβίβαση, για προσεδάφιση, σε Θουκ.