ἐγκατακλίνω: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐγκατακλίνω]] (Α)<br />[[ξαπλώνω]] κάποιον [[μέσα]] (σε [[ιερό]]).
|mltxt=[[ἐγκατακλίνω]] (Α)<br />[[ξαπλώνω]] κάποιον [[μέσα]] (σε [[ιερό]]).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκατακλίνω:''' [ῑ], μέλ. <i>-κλῐνῶ</i>, [[βάζω]] κάποιον για ύπνο σε κάποιο [[μέρος]], σε Αριστοφ. — Παθ., [[ξαπλώνω]], [[πλαγιάζω]] σε, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 21:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκατακλίνω Medium diacritics: ἐγκατακλίνω Low diacritics: εγκατακλίνω Capitals: ΕΓΚΑΤΑΚΛΙΝΩ
Transliteration A: enkataklínō Transliteration B: enkataklinō Transliteration C: egkataklino Beta Code: e)gkatakli/nw

English (LSJ)

[ῑ],

   A put to bed in a place, Ar.Pl. 621:—Pass., lie down in, σισύραν ἐγκατακλῐνῆναι μαλθακήν Id.Av. 122; ἐγκατακλιθῆναι εἰς τὸ ἱερόν Hyp.Eux.14.

German (Pape)

[Seite 705] darin niederlegen; Ar. Plut. 620. – Pass., ἐγκατακλιθῆναι, sich darin lagern; τινί, Ar. Av. 121; Plut. Gryll. 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκατακλίνω: ῑ, κατακλίνω τινὰ ἔν τινι τόπῳ, Ἀριστοφ. Πλ. 621: ― Παθ., κατακλίνομαι ἔν τινι τόπῳ, ὁ αὐτ. Ὄρν. 122· ἐγκατακλιθῆναι εἰς τὸ ἱερὸν Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξεν. 27.

French (Bailly abrégé)

étendre ou coucher sur;
Moy. ἐγκατακλίνομαι se coucher dans ou sur, τινι.
Étymologie: ἐν, κατακλίνω.

Spanish (DGE)

1 acostar τὸν θεὸν ἐγκατακλινοῦντ' ἄγωμεν εἰς Ἀσκληπιοῦ llevemos al dios (Pluto) para acostarlo al templo de Asclepio para que recobre la vista, Ar.Pl.621
reclinar, recostar ἐπὶ τὸ ἰσχίον Hp.Steril.248.
2 en v. med.-pas. recostarse, acostarse ὥσπερ σισύραν ἐγκατακλινῆναι μαλθακήν (una ciudad) como un cobertor suave para acostarse Ar.Au.122, cf. Arist.Pr.881b36, cf. Plu.2.356c, 989f, en un templo para practicar la incubatio εἰς Ἀσκληπιοῦ ἐγκατακλιθεὶς σωθείς τε ... ἀναβεβίωκα Com.Adesp.1001.10, εἰς τὸ ἱερόν Hyp.Eux.14.

Greek Monolingual

ἐγκατακλίνω (Α)
ξαπλώνω κάποιον μέσα (σε ιερό).

Greek Monotonic

ἐγκατακλίνω: [ῑ], μέλ. -κλῐνῶ, βάζω κάποιον για ύπνο σε κάποιο μέρος, σε Αριστοφ. — Παθ., ξαπλώνω, πλαγιάζω σε, στον ίδ.