ευόργητος: Difference between revisions
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
(15) |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὐόργητος]], -ον)<br />αυτός που οργίζεται εύκολα, ο [[οξύθυμος]] («[[εὐόργητος]] γάρ ἐστι καὶ οὐ πρᾱος»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φέρεται με [[πραότητα]], ο [[ήρεμος]] («[[εὐόργητος]] πρὸς τὸ [[πρέπον]]», Γοργ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐόργητον</i><br />η [[ευοργησία]], η [[πραότητα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐοργήτως</i> (Α)<br />με [[ηπιότητα]], με [[πραότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>οργητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οργή]] «[[διάθεση]], [[ιδιοσυγκρασία]]»), | |mltxt=-η, -ο (Α [[εὐόργητος]], -ον)<br />αυτός που οργίζεται εύκολα, ο [[οξύθυμος]] («[[εὐόργητος]] γάρ ἐστι καὶ οὐ πρᾱος»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φέρεται με [[πραότητα]], ο [[ήρεμος]] («[[εὐόργητος]] πρὸς τὸ [[πρέπον]]», Γοργ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐόργητον</i><br />η [[ευοργησία]], η [[πραότητα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐοργήτως</i> (Α)<br />με [[ηπιότητα]], με [[πραότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>οργητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οργή]] «[[διάθεση]], [[ιδιοσυγκρασία]]»), [[πρβλ]]. <i>δυσ</i>-<i>όργητος</i>, <i>θε</i>-<i>όργητος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:08, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐόργητος, -ον)
αυτός που οργίζεται εύκολα, ο οξύθυμος («εὐόργητος γάρ ἐστι καὶ οὐ πρᾱος»)
αρχ.
1. αυτός που φέρεται με πραότητα, ο ήρεμος («εὐόργητος πρὸς τὸ πρέπον», Γοργ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐόργητον
η ευοργησία, η πραότητα.
επίρρ...
εὐοργήτως (Α)
με ηπιότητα, με πραότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -οργητος (< οργή «διάθεση, ιδιοσυγκρασία»), πρβλ. δυσ-όργητος, θε-όργητος].