αιθρία: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
(1)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[αἰθρία]])<br />[[ανέφελος]] και [[καθαρός]] [[ουρανός]], [[ξαστεριά]], [[καλοκαιρία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καθαρός]] και [[ψυχρός]] [[νυχτερινός]] [[αέρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[αἰθρία]] αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. θηλ. του επιθ. [[αἴθριος]], [[αἰθρία]], <i>αἴθριον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[φιλία]], η <span style="color: red;"><</span> [[φίλιος]], -<i>ία</i>, -<i>ιον</i>, [[πολεμία]], η <span style="color: red;"><</span> [[πολέμιος]], -<i>ία</i>, -<i>ιον</i>), όπως και το ουσιαστικοποιημένο ουδ. <i>αἴθριον</i>, το, ή παράγεται απ' ευθείας από το [[αἰθήρ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αιθριάζω]] <b>αρχ.</b> <i>αἰθριῶ</i>].
|mltxt=η (Α [[αἰθρία]])<br />[[ανέφελος]] και [[καθαρός]] [[ουρανός]], [[ξαστεριά]], [[καλοκαιρία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καθαρός]] και [[ψυχρός]] [[νυχτερινός]] [[αέρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[αἰθρία]] αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. θηλ. του επιθ. [[αἴθριος]], [[αἰθρία]], <i>αἴθριον</i> (πρβλ. [[φιλία]], η <span style="color: red;"><</span> [[φίλιος]], -<i>ία</i>, -<i>ιον</i>, [[πολεμία]], η <span style="color: red;"><</span> [[πολέμιος]], -<i>ία</i>, -<i>ιον</i>), όπως και το ουσιαστικοποιημένο ουδ. <i>αἴθριον</i>, το, ή παράγεται απ' ευθείας από το [[αἰθήρ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αιθριάζω]] <b>αρχ.</b> <i>αἰθριῶ</i>].
}}
}}

Revision as of 10:10, 23 December 2018

Greek Monolingual

η (Α αἰθρία)
ανέφελος και καθαρός ουρανός, ξαστεριά, καλοκαιρία
αρχ.
καθαρός και ψυχρός νυχτερινός αέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αἰθρία αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. θηλ. του επιθ. αἴθριος, αἰθρία, αἴθριον (πρβλ. φιλία, η < φίλιος, -ία, -ιον, πολεμία, η < πολέμιος, -ία, -ιον), όπως και το ουσιαστικοποιημένο ουδ. αἴθριον, το, ή παράγεται απ' ευθείας από το αἰθήρ.
ΠΑΡ. αιθριάζω αρχ. αἰθριῶ].