αιθρία: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
(1) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[αἰθρία]])<br />[[ανέφελος]] και [[καθαρός]] [[ουρανός]], [[ξαστεριά]], [[καλοκαιρία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καθαρός]] και [[ψυχρός]] [[νυχτερινός]] [[αέρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[αἰθρία]] αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. θηλ. του επιθ. [[αἴθριος]], [[αἰθρία]], <i>αἴθριον</i> ( | |mltxt=η (Α [[αἰθρία]])<br />[[ανέφελος]] και [[καθαρός]] [[ουρανός]], [[ξαστεριά]], [[καλοκαιρία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καθαρός]] και [[ψυχρός]] [[νυχτερινός]] [[αέρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[αἰθρία]] αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. θηλ. του επιθ. [[αἴθριος]], [[αἰθρία]], <i>αἴθριον</i> (πρβλ. [[φιλία]], η <span style="color: red;"><</span> [[φίλιος]], -<i>ία</i>, -<i>ιον</i>, [[πολεμία]], η <span style="color: red;"><</span> [[πολέμιος]], -<i>ία</i>, -<i>ιον</i>), όπως και το ουσιαστικοποιημένο ουδ. <i>αἴθριον</i>, το, ή παράγεται απ' ευθείας από το [[αἰθήρ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αιθριάζω]] <b>αρχ.</b> <i>αἰθριῶ</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:10, 23 December 2018
Greek Monolingual
η (Α αἰθρία)
ανέφελος και καθαρός ουρανός, ξαστεριά, καλοκαιρία
αρχ.
καθαρός και ψυχρός νυχτερινός αέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αἰθρία αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. θηλ. του επιθ. αἴθριος, αἰθρία, αἴθριον (πρβλ. φιλία, η < φίλιος, -ία, -ιον, πολεμία, η < πολέμιος, -ία, -ιον), όπως και το ουσιαστικοποιημένο ουδ. αἴθριον, το, ή παράγεται απ' ευθείας από το αἰθήρ.
ΠΑΡ. αιθριάζω αρχ. αἰθριῶ].