θεμερῶπις: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θεμερῶπις]], -ιδος, ἡ (Α)<br />αυτή που έχει σεμνή όψη, σεμνό [[βλέμμα]] («[[θεμερῶπις]] [[αἰδώς]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέμερος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπις</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ωψ</i>, <i>ωπός</i> «[[πρόσωπο]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βο</i>-<i>ώπις</i>, <i>γλαυκ</i>-<i>ώπις</i>].
|mltxt=[[θεμερῶπις]], -ιδος, ἡ (Α)<br />αυτή που έχει σεμνή όψη, σεμνό [[βλέμμα]] («[[θεμερῶπις]] [[αἰδώς]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέμερος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπις</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ωψ</i>, <i>ωπός</i> «[[πρόσωπο]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βο</i>-<i>ώπις</i>, <i>γλαυκ</i>-<i>ώπις</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θεμερῶπις:''' -ιδος, ἡ (ὦψ), με σεμνή και σοβαρή [[έκφραση]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 19:43, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεμερῶπις Medium diacritics: θεμερῶπις Low diacritics: θεμερώπις Capitals: ΘΕΜΕΡΩΠΙΣ
Transliteration A: themerō̂pis Transliteration B: themerōpis Transliteration C: themeropis Beta Code: qemerw=pis

English (LSJ)

ιδος, ἡ,

   A grave and sedate of look, Ἁρμονίη Emp.122.2; θ. αἰδώς A.Pr.134 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1194] ιδος, ehrwürdiges Angesichts, ernst; ἁρμονίη Empedocl. 12; αἰδώς Aesch. Prom. 134.

Greek (Liddell-Scott)

θεμερῶπις: -ιδος, ἡ, ἡ σεμνὴν ὄψιν ἔχουσα, Ἁρμονίη Ἐμπεδ. 23· θ. αἰδώς Αἰσχύλ. Πρ. 134, ἔνθα ἴδε Ἕρμανν.· πρβλ. θεμερός.

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f.
qui a l’air posé, l’aspect grave ; réservé, timide.
Étymologie: θέμερος, ὤψ.

Greek Monolingual

θεμερῶπις, -ιδος, ἡ (Α)
αυτή που έχει σεμνή όψη, σεμνό βλέμμαθεμερῶπις αἰδώς», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέμερος + -ωπις (< ωψ, ωπός «πρόσωπο»), πρβλ. βο-ώπις, γλαυκ-ώπις].

Greek Monotonic

θεμερῶπις: -ιδος, ἡ (ὦψ), με σεμνή και σοβαρή έκφραση, σε Αισχύλ.